Οικουμενικον Πατριαρχείον
Οικουμενικον Πατριαρχείον
Οικουμενικον Πατριαρχείον
 

 

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ

ΡΕΘΥΜΝΗΣ ΚΑΙ ΑΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ κ. ΕΥΓΕΝΙΟΥ

ΣΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ 8ου ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΗΤΩΝ

Ἱερά Μονή Ἀρσανίου

Παρασκευή, 5η Αὐγούστου 2016

   Μέ τι­μή καί ἀ­γά­πη σᾶς ὑ­πο­δε­χό­μα­στε καί σᾶς κα­λω­σο­ρί­ζο­με στό Ρέ­θυ­μνό μας καί στήν ἕ­δρα τῆς Ἱ­ε­ρᾶς καί Ἱ­στο­ρι­κῆς Μη­τρο­πό­λε­ως Ρε­θύ­μνης καί Αὐ­λο­πο­τά­μου, ὅ­που πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται τό 8ο Συ­νέ­δρι­ο τοῦ Παγ­κο­σμί­ου Συμ­βου­λί­ου Κρη­τῶν μέ θέ­μα: «Ὁ Κρη­τι­κός στόν ἀ­γῶ­να». Χαι­ρό­μα­στε πού ὅ­λοι ἐ­σεῖς συ­να­χθή­κα­τε σή­με­ρα στόν πα­νέ­μορ­φο καί εὐ­λο­γη­μέ­νο τό­πο μας, στό Ρέ­θυ­μνο. Σέ αὐ­τήν τήν πό­λη πού γι­ά δυ­σε­ξα­ρίθ­μη­τα χρό­νι­α, καί μέ ὅ­λες τίς ἱ­στο­ρι­κές ἐ­ναλ­λα­γές, πα­ρά­γε­ται ἕ­νας πο­λι­τι­σμός ἄ­ξι­ος τοῦ ἀν­θρώ­που καί τῆς πνευ­μα­τι­κῆς του ἐ­λευ­θε­ρί­ας.

   Σᾶς κα­λω­σο­ρί­ζο­με ἰ­δι­αί­τε­ρα στίς ἅ­γι­ες αὐ­λές δύ­ο Ἱ­ε­ρῶν Σε­βα­σμά­των τῆς Το­πι­κῆς μας Ἐκ­κλη­σί­ας, στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ἀρ­σα­νί­ου καί στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ἀρ­κα­δί­ου. Ἡ πρώ­τη, πού μᾶς φι­λο­ξε­νεῖ σή­με­ρα, ἀ­πο­τε­λεῖ με­τε­ρί­ζι τῆς Πί­στε­ως ἐ­δῶ καί πολ­λούς αἰ­ῶ­νες. Ἀ­πό τόν 16ο αἰ­ῶ­να, πού ἀ­νά­γε­ται ἡ ἵ­δρυ­σή της, ἕ­ως σή­με­ρα δί­δει τήν μαρ­τυ­ρί­α της ἔ­στω καί μέ ὀ­λι­γά­ριθ­μες ἀ­δελ­φό­τη­τες. Ἡ Ἱ­στο­ρί­α της βέ­βαι­α, ὅ­πως ἔ­χει γρα­φεῖ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, «δεν δι­εκ­δι­κεί την πα­σί­γνω­στη ι­στο­ρί­α και δό­ξα του Aρ­κα­δι­κού με­γα­λεί­ου, έ­χει ό­μως κι ε­κεί­νη τη δι­κή της ξε­χω­ρι­στή πο­ρεί­α και το δι­κό της τα­πει­νό με­γα­λεί­ο». Ὅ­λες οἱ ἱ­στο­ρι­κές μαρ­τυ­ρί­ες συγ­κλί­νουν στήν ἄ­πο­ψη ὅ­τι ἱ­δρύ­θη­κε τό δεύ­τε­ρο μι­σό τοῦ 16ου αἰ­ῶ­να. Οἱ πρῶ­τες μά­λι­στα γνω­στές γρα­πτές μαρ­τυ­ρί­ες, νο­τα­ρι­α­κές πη­γές, γι­ά τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς Μο­νῆς ἀρ­χί­ζουν τό ἔ­τος 1600. T­ό­τε ἔ­γι­ναν καί τά Ἐγ­καί­νι­α τοῦ πρώ­του Κα­θο­λι­κοῦ της, πού τι­μᾶ­ται στή μνή­μη τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου. Ἡ πι­ό πα­λαι­ά κτη­το­ρι­κή χρο­νο­λο­γί­α, 1645, ὅ­πως μπο­ρεῖ­τε νά δεῖ­τε ὅ­λοι, δι­α­σώ­ζε­ται στό ὑ­πέρ­θυ­ρο τῆς εἰ­σό­δου τῆς τρά­πε­ζας τῆς Μο­νῆς, ἀ­κρι­βῶς ἐ­πά­νω ἀ­πό τόν χῶ­ρο πού βρι­σκό­μα­στε τώ­ρα.

   Σχε­δόν ἀ­μέ­σως με­τά τήν πτώ­ση τοῦ P­ε­θύ­μνου στούς Τούρ­κους, τό ἔ­τος 1646, μί­α ἐ­πι­δρο­μή τους, ὅ­πως ἦ­ταν φυ­σι­κό ἄλ­λω­στε, δι­ε­τά­ρα­ξε τήν εἰ­ρη­νι­κή ζω­ή καί ἀ­νέ­κο­ψε τήν ἀ­νά­πτυ­ξή της. Ὁ ποι­η­τής τοῦ K­ρη­τι­κοῦ Πο­λέ­μου, M­α­ρί­νος T­ζά­νες M­που­νι­α­λῆς, πε­ρι­γρά­φον­τας τήν τα­χύ­τα­τη προ­έ­λα­ση τῶν T­ούρ­κων, ἀ­να­φέ­ρει τή Μο­νή με­τα­ξύ τῶν χω­ρι­ῶν τῆς εὐ­ρύ­τε­ρης πε­ρι­ο­χῆς πού κυ­ρί­ευ­σαν καί κα­τέ­στρε­ψαν στό πέ­ρα­σμά τους. Ἡ πε­ρι­ου­σί­α τῆς Μο­νῆς κα­τα­στρά­φη­κε τό­τε σέ ὅ­λη σχε­δόν τήν ἔ­κτα­σή της καί τά κτή­ρι­ά της ἔ­πα­θαν πολ­λές ζη­μι­ές. Φαί­νε­ται πάν­τως πώς ὅ­λες οἱ φθο­ρές ἀ­πο­κα­τα­στά­θη­καν σύν­το­μα. T­ό ἔ­τος 1654 ἡ Μο­νή Ἀρ­σα­νί­ου μέ Πα­τρι­αρ­χι­κό Σι­γίλ­λι­ο ἔ­γι­νε Πα­τρι­αρ­χι­κή καί Σταυ­ρο­πη­γι­α­κή, κα­τά πα­ρα­χώ­ρη­ση τοῦ πρώ­του με­τά τήν ἅ­λω­ση τοῦ νη­σι­οῦ Μη­τρο­πο­λί­τη Κρή­της Νε­ο­φύ­του Πα­τε­λά­ρου. Ἡ Μο­νή στό πέ­ρα­σμα τῶν χρό­νων πέ­ρα­σε πολ­λές δυ­σκο­λί­ες, κυ­ρί­ως ἐ­ξαι­τί­ας τῶν αὐ­θαι­ρε­σι­ῶν τῶν κρα­τούν­των, ό­μως δέν στα­μά­τη­σε πο­τέ νά ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται στίς πολ­λα­πλές ἀ­παι­τή­σεις τῆς ἀ­πο­στο­λῆς της καί κυ­ρί­ως στό νά συν­δρά­μει τήν ἐκ­παί­δευ­ση στόν νο­μό καί νά ἀ­σκεῖ μέ συ­νέ­πει­α τήν κοι­νω­φε­λῆ προ­σφο­ρά της. Δεῖγ­μα τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­ναι ὅ­τι πρό­σφε­ρε, σχε­δόν ἐ­ξο­λο­κλή­ρου, τή δα­πά­νη γι­ά τήν ἀ­νέ­γερ­ση τοῦ Γυ­μνα­σί­ου Θη­λέ­ων P­ε­θύ­μνου καί πε­ρί­που τή μι­σή δα­πά­νη γι­ά τήν ἀ­νέ­γερ­ση τοῦ Γυ­μνα­σί­ου Ἀρ­ρέ­νων P­ε­θύ­μνου. Συ­νε­χί­ζον­τας αὐ­τήν τήν πα­ρά­δο­ση, πρό­σφε­ρε στίς ἡ­μέ­ρες μας οἰ­κό­πε­δο, στό ὁ­ποῖ­ο οἰ­κο­δο­μή­θη­κε ἤ­δη τό νέ­ο Γυ­μνά­σι­ο καί Λύ­κει­ο, ἕ­να κό­σμη­μα πού ἴ­σως εἴ­δα­τε ἐρ­χό­με­νοι ἐ­δῶ, στήν εἴ­σο­δο τοῦ Σταυ­ρω­μέ­νου ἀ­πό τήν ἐ­θνι­κή ὁ­δό. Αὐ­τό θά φέ­ρει καί τό ὄ­νο­μά της.

   Ἀλ­λά καί στούς ἀ­γῶ­νες τοῦ Ἔ­θνους ἡ Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ἀρ­σα­νί­ου δέν ὑ­στέ­ρη­σε, ἀ­κό­μη καί σέ προ­σφο­ρά αἵ­μα­τος.  «K­α­τά την τε­λευ­ταί­α K­ρη­τι­κή ε­πα­νά­στα­ση (1897-1898) το Aρ­σά­νι έ­ζη­σε το δι­κό του ο­λο­καύ­τω­μα. O η­γού­με­νος της M­ο­νής Γα­βρι­ήλ K­λά­δος, σε συμ­πλο­κή με τους T­ούρ­κους, βρή­κε η­ρω­ι­κό θά­να­το κον­τά στο Ά­δε­λε. Ή­ταν η τε­λευ­ταί­α προ­σφο­ρά της λί­γο πριν α­πό την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση της K­ρή­της. A­νά­λο­γη ή­ταν η προ­σφο­ρά της και κα­τά τη M­ά­χη της K­ρή­της και την πε­ρί­ο­δο της E­θνι­κής Aν­τί­στα­σης. Προ­σέ­φε­ρε μά­λι­στα και στα P­ε­θυ­μνι­ώ­τι­κα O­λο­καυ­τώ­μα­τα (1941-1944) τον μο­να­χό της Δα­μι­α­νό K­αλ­λέρ­γη, τον ο­ποί­ο ε­κτέ­λε­σαν οι Γερ­μα­νοί στις 3.6.1941 στο Παγ­κα­λο­χώ­ρι».

   Πα­ρα­κα­λῶ πο­λύ νά εὔ­χε­σθε νά μπο­ρέ­σο­με στό μέλ­λον νά τήν ἀ­να­δεί­ξο­με ὅ­πως ἀ­ξί­ζει στήν Ἱ­στο­ρί­α της. Δέν ἤλ­θα­τε λοι­πόν σέ ἕ­να τό­πο ἄ­σχε­το μέ τό γε­νι­κό θέ­μα τοῦ Συ­νε­δρί­ου σας, γι­ά τό ὁ­ποῖ­ο χαι­ρό­μα­στε πο­λύ καί εὐ­χα­ρι­στοῦ­με ἀ­πό καρ­δι­ᾶς τόν κ. Ἐμ­μα­νου­ήλ Βε­λη­βα­σά­κη, Πρό­ε­δρο, καί τά μέ­λη τοῦ Δι­οι­κη­τι­κοῦ Συμ­βου­λί­ου τοῦ Παγ­κο­σμί­ου Συμ­βου­λί­ου Κρη­τῶν γι­ά τήν ὁ­λό­θυ­μη καί εὐ­γε­νι­κή ἀ­πο­δο­χή τῆς πε­ρυ­σι­νῆς προ­τά­σε­ώς μας στό Ἀρ­κά­δι, προ­κει­μέ­νου νά ἀ­φι­ε­ρω­θεῖ τό 8ο αὐ­τό Συ­νέ­δρι­ο, μέ ἀ­φορ­μή τήν Ἐ­πέ­τει­ο τῶν ἑ­κα­τόν πε­νήν­τα ἐ­τῶν ἀ­πό τό Ἀρ­κα­δι­κό Ὁ­λο­καύ­τω­μα τοῦ ἔ­τους 1866, στούς δι­α­χρο­νι­κούς ἀ­γῶ­νες τῶν Κρη­τῶν γι­ά τήν πνευ­μα­τι­κή τους ἐ­λευ­θε­ρί­α, τήν αὐ­το­δι­ά­θε­ση καί τήν ἀ­ξι­ο­πρέ­πει­ά τους. Θε­ω­ροῦ­με ὅ­τι ἀ­πο­τε­λεῖ αὐ­τή ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη συ­νάν­τη­ση τῶν ὅ­που γῆς Ἀ­πο­δή­μων Κρη­τῶν μι­ά ὑ­πέ­ρο­χη συ­νει­σφο­ρά στόν ἑ­ορ­τα­σμό τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς αὐ­τῆς Ἐ­πε­τεί­ου, ἡ ὁ­ποί­α θά κο­ρυ­φω­θεῖ τήν 8η Νο­εμ­βρί­ου 2016 μέ τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Ἐ­ξο­χω­τά­του Προ­έ­δρου τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας.

   Μνη­μό­συ­νο Ἱ­ε­ρό σέ ἐ­κεί­νους, ἀλ­λά καί παι­δα­γω­γί­α δι­κή μας, ὅ­σα θά λά­βουν χώ­ρα στίς Ἐκ­δη­λώ­σεις πού προ­γραμ­μα­τί­ζον­ται στήν ἐ­πέ­τει­ο αὐ­τή, ἡ ὁ­ποί­α ἔρ­χε­ται νά μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­σει τήν εὐ­θύ­νη μας γι’ αὐ­τήν τή Μο­νή καί τό μή­νυ­μα πού πάν­τα ἐ­ξα­κτι­νώ­νει. Πώς ἡ Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ἀρ­κα­δί­ου ἔ­γι­νε παγ­κό­σμι­ο σύμ­βο­λο ἐ­λευ­θε­ρί­ας μέ τήν ἐ­θε­λο­θυ­σί­α ἀν­θρώ­πων πού κέρ­δι­σαν τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα μέ ἕ­να ὑ­πέ­ρο­χο καί μο­να­δι­κό τρό­πο, πού κα­τα­γρά­φη­κε μέ χρυ­σά γράμ­μα­τα στήν Ἱ­στο­ρί­α, συγ­κλό­νι­σε τόν κό­σμο καί συγ­κί­νη­σε τούς Πα­νέλ­λη­νες καί τούς Φι­λέλ­λη­νες. Πώς τό Ὁ­λο­καύ­τω­μά της ἀ­πο­τε­λεῖ μι­ά δι­α­χρο­νι­κή βρον­τώ­δη κραυ­γή ὑ­γι­οῦς φι­λο­πα­τρί­ας καί ἀ­νι­δι­ο­τε­λοῦς ἡ­ρω­ι­σμοῦ. Στούς δί­σε­κτους χρό­νους τῆς δου­λεί­ας τοῦ Γέ­νους μας ἄλ­λω­στε οἱ Ἱ­ε­ρές Μο­νές ἦ­ταν πάν­τα ἀ­πό τά βα­σι­κά στη­ρίγ­μα­τά του καί κλή­θη­καν, πολ­λές ἀ­πό αὐ­τές, ἀ­πό τήν Ἱ­στο­ρί­α νά γί­νουν «κά­στρα λευ­τε­ρι­ᾶς καί βω­μοί θυ­σί­ας». Αὐ­τό ἔ­γι­νε καί μέ τό Ἀρ­κά­δι μας, πού κη­ρύτ­τει δι­α­χρο­νι­κά πρός κά­θε τύ­ραν­νο πού ἀ­πει­λεῖ τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α μέ βρον­τώ­δη φω­νή: «Ἀ­λί­μο­νό σας, τύ­ραν­νοι, ἄ­δι­κα τυ­ραν­νᾶ­σθε, ἡ λευ­τε­ρι­ά Θε­οῦ πνο­ή δέν πι­ά­νε­ται, πλα­νᾶ­σθε».

   Εἴ­χα­με γρά­ψει σέ κά­ποι­α ἄλ­λη πε­ρί­στα­ση πώς «ἐν­στερ­νι­ζό­μα­στε τήν με­γά­λη ἀ­λή­θει­α ὅ­τι ἡ ἱ­στο­ρι­κή μνή­μη ἀ­πο­τε­λεῖ θε­με­λι­ώ­δη προ­ϋ­πό­θε­ση γι­ά τή δι­α­τή­ρη­ση τῆς ἐ­θνι­κῆς μας αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας καί τοῦ ὀρ­θο­δό­ξου πο­λι­τι­σμοῦ μας. Δη­λα­δή τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ μας πλού­του, πού δέν τόν δα­νει­στή­κα­με καί δέν τόν ὀ­φεί­λο­με σέ κα­νέ­να, τοῦ πλού­του πού κα­νείς καί τί­πο­τα δέν μπο­ρεῖ νά μᾶς ἀ­φαι­ρέ­σει, ἐ­άν ἐ­μεῖς δέν τά ἀ­πεμ­πο­λή­σο­με οἰ­κει­ο­θε­λῶς». Καί χαι­ρό­μα­στε πού καί μέ τόν τρό­πο αὐ­τό συν­τε­λοῦ­με στήν Το­πι­κή μας Ἐκ­κλη­σί­α σέ αὐ­τήν τήν μνή­μη μέ τή δύ­να­μη πού μᾶς δί­δει ὁ Θε­ός.

   Εὐ­χό­μα­στε στούς Συ­νέ­δρους καί σέ ὅ­λους τούς Ἀ­πό­δη­μους Κρῆ­τες, πού λι­τα­νεύ­ουν τήν πρε­πι­ά καί τή λε­βεν­τι­ά τῆς με­γα­λο­νή­σου στά πέ­ρα­τα τῆς Οἰ­κου­μέ­νης, νά λά­βο­με τή στα­θε­ρή ἀ­πό­φα­ση νά γί­νο­με μι­μη­τές τῶν ἀ­γω­νι­στῶν τοῦ Ἀρ­κα­δί­ου καί τῆς Κρή­της ὁ­λό­κλη­ρης, ἰ­δι­αί­τε­ρα σέ τού­τους τούς κρί­σι­μους και­ρούς πού δέν δι­α­φέ­ρουν, τη­ρου­μέ­νων τῶν ἀ­να­λο­γι­ῶν, ἀ­πό αὐ­τούς πού ἔ­ζη­σαν ἐ­κεῖ­νοι, γι­ά νά προ­α­σπί­σο­με τήν πνευ­μα­τι­κή μας ἐ­λευ­θε­ρί­α μέ σθέ­νος καί μαρ­τυ­ρι­κό φρό­νη­μα ἀ­πό ὅ­σους καί ὅ­σα τήν ἐ­πι­βου­λεύ­ον­ται.

   Χαι­ρε­τί­ζο­με λοι­πόν, μέ αὐ­τές τίς σκέ­ψεις, μέ ἀ­γά­πη καί ἰ­δι­αί­τε­ρη συγ­κί­νη­ση τήν ἔ­ναρ­ξη τῶν ἐρ­γα­σι­ῶν τοῦ Συ­νε­δρί­ου καί σᾶς ἀ­να­μέ­νο­με ὅ­λους στό Ἀρ­κά­δι μας τόν Νο­έμ­βρι­ο. Σᾶς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με ἐκ τῶν προ­τέ­ρων γι­ά τήν προ­σφο­ρά στήν Μο­νή Ἀρ­κα­δί­ου τῶν δι­α­δρα­στι­κῶν συ­στη­μά­των πού ἐ­πι­με­λή­θη­κε τό Ἵ­δρυ­μα Τε­χνο­λο­γί­ας καί Ἔ­ρευ­νας, μέ τά ὁ­ποῖ­α καί θε­λή­σα­με στούς πο­λυ­ά­ριθ­μους ἐ­πι­σκέ­πτες της καί ἰ­δι­αί­τε­ρα στούς νέ­ους καί τά παι­δι­ά μας, μα­θη­τές τῶν σχο­λεί­ων μας πού τήν ἐ­πι­σκέ­πτον­ται κα­θη­με­ρι­νά, νά πα­ρου­σι­ά­ζο­με τήν Ἱ­στο­ρί­α, τή ζω­ή καί τή θυ­σι­α­στι­κή της μαρ­τυ­ρί­α.

   Σᾶς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με τέ­λος, γι­ά μί­α ἀ­κό­μη φο­ρά, γι­α­τί ἀ­φουγ­κρα­στή­κα­τε τούς παλ­μούς τῆς καρ­δι­ᾶς μας καί θε­λή­σα­τε νά ἔλ­θε­τε ἀ­ρω­γοί σέ αὐ­τόν τόν με­γά­λο ἑ­ορ­τα­σμό, προσ­λαμ­βά­νον­τας τήν ἀ­παί­τη­ση τῶν και­ρῶν.

   Θά κλεί­σω ἐ­πα­να­λαμ­βά­νον­τάς σας δύ­ο δί­στι­χα πού κα­τα­γρά­φει ὁ μα­κα­ρι­στός λό­γι­ος προ­κά­το­χός μου, ὁ ἀ­πό Ρε­θύ­μνης καί Αὐ­λο­πο­τά­μου Μη­τρο­πο­λί­της Κρή­της Τι­μό­θε­ος Βε­νέ­ρης, τοῦ ὁ­ποί­ου τή μνή­μη μό­λις πρό μι­ᾶς ἑ­βδο­μά­δος ἡ Ἱ­ε­ρά Ἐ­παρ­χι­α­κή Σύ­νο­δός μας τί­μη­σε στή Μο­νή Ἀγ­κα­ρά­θου, ὅ­που ἀ­να­παύ­ε­ται, ἀλ­λά καί μέ ἕ­να ἄλ­λο στι­χούρ­γη­μα.

   Ἔ­γρα­ψε λοι­πόν ἐ­κεῖ­νος καί ἄς τό ἀ­κού­σο­με. Πώς «αὐ­τοί πού θρι­αμ­βεύ­σα­νε κα­τά τῆς τυ­ραν­νί­ας, εἶ­χαν στά βά­θη τῆς καρ­δι­ᾶς τό πνεῦ­μα τῆς θυ­σί­ας, πού τό ἐ­κή­ρυξ᾿ ὁ Χρι­στός ἐ­πά­νω στό Σταυ­ρό Του, γι­ά ν᾿ ἀ­νε­βοῦ­με καί ἐ­μεῖς στό ὕ­ψος τό δι­κό Του».

   Τό δέ στι­χούρ­γη­μα, γραμ­μέ­νο ὡς ρι­ζί­τι­κι­ο, εἰ­δι­κά γι­ά τήν πα­ροῦ­σα σύ­να­ξή μας, κα­τά τήν ἐ­πι­θυ­μί­α μας, ἀ­πό τόν κα­λό συ­νερ­γά­τη μας παι­δα­γω­γό κ. Γε­ώρ­γι­ο Κα­λο­γε­ρά­κη, ὡς ἄλ­λης μορ­φῆς πρό­σκλη­ση στό Ἀρ­κά­δι, σᾶς τό ἀ­φι­ε­ρώ­νο­με μέ ὅ­λη μας τήν ἀ­γά­πη καί μέ κα­λή προ­σμο­νή ὅ­σων ἐ­πω­φε­λῶν γι­ά τόν τό­πο κα­τερ­γά­ζε­σθε.

 

Ἀπό τήν ἄκρη τῶν ἀκριῶν, τήν τέλειωση τοῦ κόσμου,

ἀπ᾿ ὅπου βγαίνει εὐωδιά βασιλικοῦ καί δυόσμου,

ἐπά μονομεριάσατε, ἀδέρφια ἀγαπημένα,

τά τέκνα Κρήτης τ᾿ ἀκριβά, πουλιά ἀλαργεμένα.

Κι οὗλοι πού μ᾿ ἄδολη καρδιά βαστοῦμε πλῆσα θάρρη

στή Θεία Μεταμόρφωση καί στοῦ Χριστοῦ τή χάρη,

στά μπρόσποδα ἐσμίξαμε τοῦ γερο-Ψηλορείτη,

πού σταυραϊτοί καί πέρδικες ἐδιάλεξαν γιά κοίτη.

Στσῆ Ἱστορίας στάθηκαν ἑνάμιση αἰῶνα

τό διάσελο, ἀψήφισαν τήν κάργα τοῦ χειμῶνα.

Ἀλικοντίσαν τύραννου ἀσκέρι ᾿γριγεμένο,

μές στή φωθιά γενήκασι λιβάνι μυρισμένο.

Ἐπέψαν ξόμπλι τσῆ πρεπιᾶς ἡ γῆς καλά νά γνώσει:

δέ στέργουν Κρητικοί σκλαβιά καί κακοσύνη τόση.

 

Ἀδέρφια μας, πού στέκεστε στήν ξενιθιά Ἀκρίτες,

τσῆ λεβεντιᾶς τό καύχημα σά μαθημένοι Κρῆτες,

χίλια καλῶς ὁρίσατε στ᾿ Ἀρσάνι καί τ᾿ Ἀρκάδι,

βωμό τσῆ λευτεριᾶς λαμπρό, διχῶς τιμῆς σκονάδι,

μαζί νά ἑορτάσομε!

 

 

 
© 2010 Ιερά Μητρόπολις Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, Ρέθυμνο, Κρήτη - Τηλεφωνικό Κέντρο 28310 22415 - Fax 28310 28557
 

website powered by HOTSoft.gr - κατασκευή ιστοσελίδας