Οικουμενικον Πατριαρχείον
Οικουμενικον Πατριαρχείον
Οικουμενικον Πατριαρχείον
 

 

OΜΙΛΙΑ

ΤΟΥ κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΑΚΗ

ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΤΗ ΜΝΗΜΗΣ

ΓΙΑ ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΟΥ ΑΡΚΑΔΙΟΥ

ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

 

Του Νικολάου Κοτζαμπασάκη,

Δικηγόρου,

Μέλους του Μητροπολιτικού Συμβουλίου

της Ιεράς Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου.

 

   Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε,

   Κε Δή­μαρ­χε,

   Κυ­ρί­ες και Κύ­ριοι,

   Φί­λες και Φί­λοι,

 

   Ε­ξαρ­χής σας πα­ρα­κα­λώ να μου συγ­χω­ρή­σε­τε τη συγ­κί­νη­ση, συγ­κί­νη­ση που εί­ναι αυ­το­νό­η­τη αν κα­νείς δι­α­νο­η­θεί α­πό τη μια ό­τι έ­χω την τι­μή να μι­λώ σ' έ­να χω­ριό, το Λε­βεν­το­χώ­ρι του Ψη­λο­ρεί­τη, με το ο­ποί­ο με συν­δέ­ουν και θα με συν­δέ­ουν για πάν­τα πα­τρο­γο­νι­κοί και στέ­ρε­οι δε­σμοί, δε­σμοί πνευ­μα­τι­κοί, δε­σμοί κοι­νω­νι­κοί, δε­σμοί α­τό­φιας α­γά­πης και σε­βα­σμού και α­πό την άλ­λη ό­τι σή­με­ρα μι­λώ ε­νώ­πιόν σας για το Αρ­κά­δι, που στη σκιά του, ό­πως γνω­ρί­ζε­τε, με­γά­λω­σα, που εί­ναι και για μέ­να, ό­πως και για ό­λους μας, έ­να με­γά­λο κομ­μά­τι α­πό την ψυ­χή μας, α­πό την πρε­πιά μας, που με­γα­λώ­σα­με έ­χον­τας το Ο­λο­καύ­τω­μά του και τη Θυ­σί­α του ως μέ­τρο α­ξι­ο­πρέ­πειας, πα­τρι­ω­τι­σμού, παλ­λη­κα­ριάς, αν­θρω­πιάς τε­λι­κά.

   Για τη συγ­κί­νη­ση αυ­τή, για τη με­γά­λη τι­μή ευ­χα­ρι­στώ μέ­σα α­πό την καρ­διά μου την Το­πι­κή Κοι­νό­τη­τα, τον Πο­λι­τι­στι­κό Σύλ­λο­γο, την Ε­νο­ρί­α των Λι­βα­δί­ων και φυ­σι­κά την Αν­τι­πε­ρι­φέ­ρεια Ρε­θύ­μνου, ευ­χα­ρι­στώ και ε­γώ με τη σει­ρά μου ό­λους ε­σάς που σή­με­ρα α­νά­ψα­με έ­να κε­ρί στη μνή­μη των προ­γό­νων μας ε­κεί­νων, που θα μας κά­νουν για πάν­τα πε­ρή­φα­νους, που θα βά­ζουν εις τους αι­ώ­νας των αι­ώ­νων ψη­λά τον πή­χη της Ε­λευ­θε­ρί­ας, της Δι­και­ο­σύ­νης, του Πο­λι­τι­σμού.

 

   Κυ­ρί­ες και κύ­ριοι,

   Εί­ναι τό­σο το με­γα­λεί­ο, εί­ναι τέ­τοι­α η δύ­να­μη του γε­γο­νό­τος της αυ­το­θυ­σί­ας των πο­λι­ορ­κη­μέ­νων του Μο­να­στη­ριού, εί­ναι πράγ­μα­τι τό­σο δυ­να­τή η φλό­γα που ε­κτί­να­ξε στην α­θα­να­σί­α φθαρ­τά κορ­μιά αλ­λά με ά­φθαρ­τες ψυ­χές, εί­ναι πράγ­μα­τι πέ­ρα α­πό τα αν­θρώ­πι­να, σχε­δόν θε­ϊ­κὴ, η Α­πό­φα­ση να δι­α­μαρ­τυ­ρη­θείς με την αυ­το­κα­τα­στρο­φή σου για την υ­πο­δού­λω­ση, να ε­πι­λέ­ξεις συ­νει­δη­τά την α­πώ­λεια της ζω­ής, αν η ζω­ή αυ­τή δε συ­νο­δεύ­ε­ται α­πό ε­λευ­θε­ρί­α και α­ξι­ο­πρέ­πεια, που πολ­λές φο­ρές, α­πο­σβο­λω­μέ­νοι όν­τες α­πό το α­δι­α­νό­η­το, το α­νυ­πέρ­βλη­το, το μο­να­δι­κό, ξε­χνού­με την τε­ρά­στια συμ­βο­λή του Ο­λο­καυ­τώ­μα­τος στην α­νά­δει­ξη του Κρη­τι­κού Ζη­τή­μα­τος, στην προ­ώ­θη­ση του αυ­το­νό­η­του αι­τή­μα­τος της Κρή­της για την α­πε­λευ­θέ­ρω­σή της, για την έ­νω­σή της με την ε­λεύ­θε­ρη Ελ­λά­δα: αν σή­με­ρα, 150 χρό­νια με­τά,  δα­κρύ­ζει κα­νείς και συγ­κλο­νί­ζε­ται, α­να­λο­γι­ζό­με­νος τις στιγ­μές ε­κεί­νες στο Μο­να­στή­ρι, που γυ­ναί­κες και παι­διά κλαί­γον­τας α­πο­φα­σί­ζουν να μην πα­ρα­δο­θούν, που παλ­λη­κά­ρια μα­τω­μέ­να με­τα­λαμ­βά­νουν τη Θεί­α Κοι­νω­νί­α, για να μπουν στο θά­να­το ε­λεύ­θε­ροι, με κα­θα­ρή καρ­διά και α­νοι­κτά τα μά­τια δεν εί­ναι δύ­σκο­λο να αν­τι­λη­φθού­με πό­σο συγ­κλο­νί­στη­κε α­πό το Αρ­κά­δι η Ευ­ρώ­πη, η Α­με­ρι­κή, ο κό­σμος ο­λό­κλη­ρος α­πό το αν­δρα­γά­θη­μα, πό­σο άγ­γι­ξε τη δι­ε­θνή κοι­νή γνώ­μη, ά­ρα και τις μέ­χρι τό­τε α­δι­ά­φο­ρες και φι­λι­κές προς το Σουλ­τά­νο στο Κρη­τι­κό Ζή­τη­μα Κυ­βερ­νή­σεις, η αυ­το­θυ­σί­α.

   Το φι­τί­λι που α­να­τί­να­ξε τη μπα­ρου­τα­πο­θή­κη του Αρ­κα­διού έ­γι­νε η σπί­θα για να α­νά­ψει ο­ρι­στι­κά και α­με­τά­κλη­τα στην δι­ε­θνή κοι­νή γνώ­μη η φω­τιά της α­πε­λευ­θέ­ρω­σης της Κρή­της, έ­δω­σε την α­φορ­μή σε με­γά­λους ξέ­νους φι­λέλ­λη­νες της ε­πο­χής ό­χι πια να πα­ρα­κα­λούν τις Κυ­βερ­νή­σεις τους, αλ­λά να α­παι­τούν Ε­λευ­θε­ρί­α για έ­να μι­κρό, βα­σα­νι­σμέ­νο Νη­σί στη Με­σό­γει­ο που ζει α­να­πνέ­ον­τας ό­χι μό­νον τον κα­θα­ρό α­έ­ρα του Ψη­λο­ρεί­τη και των Λευ­κών Ο­ρέ­ων, αλ­λά ε­λευ­θε­ρί­α, που υ­πο­κλί­νε­ται μό­νον ό­ταν πρό­κει­ται να γο­να­τί­σει μπρο­στά στους νε­κρούς του. Το Νο­έμ­βρη και το Δε­κέμ­βρη του 1866 το Ο­λο­καύ­τω­μα κα­τα­κλύ­ζει τα πρω­το­σέ­λι­δα δε­κα­εν­νιά ε­φη­με­ρί­δων στην Α­θή­να, δε­κα­πέν­τε ε­φη­με­ρί­δων στην Τερ­γέ­στη, την Κων­σταν­τι­νού­πο­λη και τη Σμύρ­νη και αν­τί πολ­λών άλ­λων θυ­μά­μαι τις ε­πι­στο­λές στον ευ­ρω­πα­ϊ­κό Τύ­πο του με­γά­λου Γάλ­λου συγ­γρα­φέ­α, με τε­ρά­στια ε­πιρ­ρο­ή στις ε­λίτ της Ευ­ρώ­πης, Βί­κτω­ρα Ουγ­κώ:

   «…Στο μο­να­στή­ρι του Αρ­κα­διού, που το ‘χτι­σε ο Η­ρά­κλει­ος, δε­κά­ξι χι­λιά­δες τούρ­κοι πο­λε­μά­νε ε­κα­τόν ε­νε­νήν­τα ε­φτά άν­τρες και τρι­α­κό­σι­ες σα­ράν­τα τρείς γυ­ναί­κες και παι­διά. Το τούρ­κι­κο α­σκέ­ρι έ­χει εί­κο­σι έ­ξη κα­νό­νια, και δύ­ο ο­βού­ζια. Οι έλ­λη­νες κρα­τά­νε μο­νά­χα δι­α­κό­σια σα­ράν­τα ντου­φέ­κια. Δυ­ό με­ρό­νυ­χτα βα­στά­ει ο πό­λε­μος. Το μο­να­στή­ρι έ­γι­νε κό­σκι­νο α­πό δι­α­κό­σι­ες μπόμ­πες. Έ­να τει­χί τι­νά­χτη­κε κι οι τούρ­κοι χύ­νουν­ται μέ­σα. Οι έλ­λη­νες ξα­κο­λου­θά­νε τη μά­χη. Ε­κα­τόν πε­νήν­τα ντου­φέ­κια έ­χουν α­νά­ψει, μα πα­λεύ­ουν α­κό­μα έ­ξη ώ­ρες α­πό κελ­λί σε κελ­λί, κι΄ α­πό σκα­λί σε σκα­λί. Δυ­ο χι­λιά­δες κου­φά­ρια εί­ναι στοί­βα στην αυ­λή. Η στερ­νή αν­τί­στα­ση λυ­γά­ει. Μυρ­μήγ­κια οι τούρ­κοι νι­κη­τές πλημ­μυ­ρά­νε το μο­να­στή­ρι. Δεν α­πο­μέ­νει πα­ρά έ­να δώ­μα φραγ­μέ­νο, ό­που βρί­σκε­ται η μπα­ρου­τα­πο­θή­κη και σ΄ αυ­τό το δώ­μα, σ΄ αυ­τήν την πα­λαί­στρα, κον­τά στην ά­για τρά­πε­ζα, τρι­γυ­ρι­σμέ­νος απ΄ τα γυ­ναι­κό­παι­δα, έ­νας πα­πάς, ο η­γού­με­νος Γα­βρι­ήλ, προ­σεύ­χε­ται. Έ­ξω πέ­φτου­νε στη μά­χη οι πα­τε­ρά­δες κι΄ οι άν­τρες. Μα να μή σκο­τω­θού­νε και να ζή­σου­νε, θά­ταν η πιό τρα­νή κα­κο­τυ­χιά για τις γυ­ναί­κες και τα παι­διά, που θα συρ­θού­νε σε δυ­ο χα­ρέ­μια. Την πόρ­τα την πε­λε­κά­νε οι τούρ­κοι με τσε­κού­ρια. Τώ­ρα θα τή­νε σκί­σου­νε και θα πέ­σει.. Ο γέ­ρον­τας παίρ­νει απ΄ την ά­για τρά­πε­ζα έ­να κε­ρί που καί­ει, α­πλώ­νει τη μα­τιά του πά­νω στις γυ­ναί­κες αυ­τές και σ΄ αυ­τά τα παι­διά, γέρ­νει τη φλό­γα του κε­ριού πά­νω στο μπα­ρού­τι και τους σώ­ζει. Μια τρο­με­ρή ε­πέμ­βα­ση, η έ­κρη­ξη, στυ­λώ­νει τους νι­κη­μέ­νους, η α­γω­νί­α γί­νε­ται θρί­αμ­βος, κι΄ αυ­τό το η­ρω­ι­κό τα­πει­νό μο­να­στή­ρι, που πο­λέ­μη­σε σαν κά­στρο, πε­θαί­νει σαν έ­να η­φαί­στει­ο. Δεν εί­ναι μο­νά­χα τα Ψα­ρά ε­πι­κά, μή­τε το Με­σο­λόγ­γι τρα­νό.

   Αυ­τά εί­ναι τα γε­γο­νό­τα. Τι κά­νουν οι πο­λι­τι­σμέ­νες κυ­βερ­νή­σεις; Τι καρ­τε­ρά­νε; Μουρ­μου­ρί­ζουν: Υ­πο­μο­νή, το συ­ζη­τά­με. Το συ­ζη­τά­τε! Σύγ­και­ρα ό­μως ξε­ρι­ζώ­νου­νε τις ε­λι­ές και τις κα­στα­νι­ές, τι­νά­ζου­νε τα λι­ο­τρί­βια, καί­νε τα χω­ριά, καί­νε τα γεν­νή­μα­τα, δι­ώ­χνου­νε ο­λά­κε­ρους πλη­θυ­σμούς για να πε­θά­νουν απ΄ την πεί­να και την πα­γω­νιά στο βου­νό, σφά­ζου­νε τους άν­τρες, κρε­μά­νε τους γε­ρόν­τους, κι΄ έ­νας τούρ­κος, που βλέ­πει έ­να παι­δά­κι κοι­τά­με­νο στη γη του χώ­νει στα ρου­θού­νια τη φλό­γα του λύ­χνου για να δει αν εί­ναι πε­θα­μέ­νο ή ζων­τα­νό. Μ΄ αυ­τόν τον τρό­πο στο Αρ­κά­δι πέν­τε πλη­γω­μέ­νους τους φέ­ρα­νε στη ζω­ή για να τους σφά­ξουν. Υ­πο­μο­νή, λέ­τε. Σύγ­και­ρα ό­μως το τούρ­κι­κο α­σκέ­ρι μπαί­νει στις Μουρ­νι­ές, ό­που μο­νά­χα γυ­ναι­κό­παι­δα α­πο­μεί­να­νε, και σα βγή­κε απ΄ το χω­ριό, δε μέ­νει σ΄ αυ­τό τί­ποτ΄ άλ­λο πα­ρά σω­ρός ε­ρεί­πια που κυ­λού­σαν α­πά­νω σε σω­ρό α­πό κου­φά­ρια, μι­κρά και με­γά­λα. Κι΄ η κοι­νή γνώ­μη; Τι κά­νει αυ­τή; Τι λέ­ει; Τί­πο­τε. Γύ­ρι­σε απ΄ τ΄ άλ­λο το πλευ­ρό. Τι ζη­τά­τε; Αυ­τές οι κα­τα­στρο­φές φέρ­νου­νε κα­κο­τυ­χιά. Εί­ναι πα­λιά πρά­μα­τα. Αλ­λοί­μο­νο! Η υ­πο­μο­νε­τι­κή πο­λι­τι­κή των κυ­βερ­νή­σε­ων έ­χει δυ­ο α­πο­τε­λέ­σμα­τα. Α­παρ­νι­έ­ται τη δι­και­ο­σύ­νη στην Ελ­λά­δα, α­παρ­νι­έ­ται τη συμ­πό­νοι­α στην αν­θρω­πό­τη­τα. Βα­σι­λιά­δες. Μια λέ­ξη θά­σω­νε το λα­ό αυ­τό. Και μια λέ­ξη της η Ευ­ρώ­πη τη λέ­ει γρή­γο­ρα. Πέ­στε τη. Για­τί πρά­μα θά­σα­στε κα­λοί, αν ό­χι γι΄ αυ­τό; Μα ό­χι. Σω­παί­νου­νε και θέ­λου­νε βου­βά νά­ναι ό­λα. Α­πα­γο­ρεύ­ε­ται να μι­λάς για την Κρή­τη. Αυ­τό εί­ναι το πρε­πού­με­νο. Ε­νάν­τια σ΄ έ­να­νε μι­κρό λα­ό συ­νω­μο­τού­νε έ­ξη ή ε­φτά με­γά­λες δυ­νά­μεις. Ποι­α εί­ναι η συ­νω­μο­σί­α αυ­τή; Η συ­νω­μο­σί­α της σι­ω­πής. Μα τ΄ α­στρο­πε­λέ­κι δεν εί­ναι βου­βό. Τ΄ α­στρο­πε­λέ­κι έρ­χε­ται α­πό ψη­λά, και, στη γλώσ­σα της πο­λι­τι­κής, τ΄ α­στρο­πε­λέ­κι το λέ­νε ε­πα­νά­στα­ση…»

   «…Η ε­πα­νά­στα­ση δεν πέ­θα­νε. Της πή­ρα­νε τον κάμ­πο, μα κρα­τά­ει τα βου­νά. Η ε­πα­νά­στα­ση ζει, βογ­κά­ει, κρά­ζει βο­ή­θεια. Για­τί ε­πα­να­στά­τη­σε η Κρή­τη; Για­τί ο Θε­ός την έ­φτια­σε ο­μορ­φό­τε­ρη απ΄ ό­λες τις χώ­ρες του κό­σμου, κι΄ οι τούρ­κοι πιό δύ­στυ­χη απ΄ ό­λες. Για­τί έ­χει καρ­πούς και γεν­νή­μα­τα και δεν έ­χει εμ­πό­ριο. Έ­χει πο­λι­τεί­ες χω­ρίς δρό­μους, χω­ριά δί­χως στρά­τες, λι­μά­νια χω­ρίς ταρ­σα­νά­δες, πο­τά­μια δί­χως γε­φύ­ρια, παι­διά δί­χως σκο­λειά, έ­χει δι­και­ώ­μα­τα χω­ρίς νό­μους, έ­χει ή­λιο και δε φω­τί­ζε­ται, μέ­σα στης τουρ­κιάς το πη­χτό σκο­τά­δι .Ε­πα­να­στά­τη­σε για­τί η Κρή­τη εί­ναι Ελ­λά­δα κι΄ ό­χι Τουρ­κιά, για­τί στην Ελ­λά­δα ο ξέ­νος εί­ναι μι­ση­τός, για­τί ο τύ­ραν­νος αν εί­ναι της ί­διας ρά­τσας εί­ναι βδε­λυ­ρός, αλ­λοι­ώς εί­ναι φρι­χτός. Για­τί εί­ναι α­δύ­να­το να στα­θεί στην πα­τρί­δα του Ε­τέ­αρ­χου και του Μί­νω­α έ­νας α­φέν­της βαρ­βα­ρό­φω­νος. Για­τί και σύ Γαλ­λί­α θα ε­πα­να­στα­τού­σες».

   Ε­κτός, λοι­πόν, α­πό το πα­ναν­θρώ­πι­νο και δι­α­χρο­νι­κό μή­νυ­μα της Ε­λευ­θε­ρί­ας, κυ­ρί­ως πνευ­μα­τι­κής, ε­κτός α­πό το α­νε­ξί­τη­λο δί­δαγ­μα α­ξι­ο­πρέ­πειας με την έν­νοι­α ό­τι η ζω­ή δεν έ­χει α­ξί­α χω­ρίς ε­λευ­θε­ρί­α, ό­τι το Δί­και­ο δεν μπο­ρεί να υ­πο­χω­ρεί προ του α­δί­κου και ό­τι η υ­λι­κή υ­πε­ρο­χή εί­ναι α­σή­μαν­τη μπρο­στά στη δύ­να­μη της ψυ­χής, ό­τι η Ι­στο­ρί­α δεν γρά­φε­ται με τη δύ­να­μη αλ­λά με τη θέ­λη­ση, το Ο­λο­καύ­τω­μα του Αρ­κα­δί­ου έ­σπα­σε τη '­συ­νω­μο­σί­α της σι­ω­πή­ς' των ι­σχυ­ρών του Κό­σμου που κρα­τού­σε την Κρή­τη α­λυ­σο­δε­μέ­νη, α­νέ­δει­ξε τη βαρ­βα­ρό­τη­τα του κα­τα­κτη­τή, τον ο­ποί­ο και ξε­γύ­μνω­σε στρα­τι­ω­τι­κά και η­θι­κά, και έ­θε­σε ο­ρι­στι­κά σε τρο­χιά α­πε­λευ­θέ­ρω­σης το νη­σί, που ή­ταν πια ζή­τη­μα χρό­νου-ό­πως και έ­γι­νε.

   Και μό­νον γι' αυ­τή τη γι­γαν­τια­ία ώ­θη­ση προς την Ε­λευ­θε­ρί­α εί­ναι και θα εί­ναι πάν­τα αυ­το­νό­η­τη, αν και α­πο­λύ­τως μι­κρό­τε­ρη της προ­σφο­ράς τους, η αι­ώ­νια ευ­γνω­μο­σύ­νη μας στους Ή­ρω­ες του Αρ­κα­διού. Και α­θά­να­τη η μνή­μη τους.

   Πέ­ρα, ω­στό­σο, α­πό τις δι­α­χρο­νι­κές αυ­τές α­ξί­ες, της Ε­λευ­θε­ρί­ας και της Αν­θρω­πιάς, που φώ­τι­σε η φλό­γα τ' Αρ­κα­διού, α­ξί­ες που γεν­νή­θη­καν χι­λιά­δες χρό­νια τώ­ρα σε τού­τα τα χώ­μα­τα και κλη­ρο­νο­μή­σα­με -κυ­ρί­ως αυ­τές- μα­ζί με τη σκλη­ρά­δα και την α­γνό­τη­τα των βου­νών μας, την αλ­μύ­ρα και την ο­μορ­φιά του Κρη­τι­κού Πε­λά­γους και που το Αρ­κά­δι ξα­να­θύ­μι­σε στον Κό­σμο ό­λο τη μή­τρα τους, το Ο­λο­καύ­τω­μα και γε­νι­κά η Ε­πα­νά­στα­ση του 1866 μας πα­ρέ­δω­σε και έ­να άλ­λο, με­γά­λο και ε­πί­και­ρο- μια και πολ­λές φο­ρές ξε­χνού­με τα αυ­το­νό­η­τα- μή­νυ­μα: το μή­νυ­μα του Συγ­κρη­τι­σμού, τη δι­δα­χή ό­τι η Κρή­τη εί­ναι ε­νια­ία και α­δι­αί­ρε­τη, ό­τι στις με­γά­λες ώ­ρες και στα κρί­σι­μα δι­α­κυ­βεύ­μα­τα του τό­που μας δεν χω­ρούν το­πι­κι­σμοί, μι­κρο­με­γα­λι­σμοί και ε­γω­ι­σμοί: θυ­μί­ζω ό­τι ό­πως και πολ­λές άλ­λες, προ­η­γού­με­νες και ε­πό­με­νες, έ­τσι και η Ε­πα­νά­στα­ση του 1866 ή­ταν Κρη­τι­κή Ε­πα­νά­στα­ση, δεν ή­ταν ε­πα­νά­στα­ση κα­νε­νός μό­νου του Νο­μού ή Ε­παρ­χί­ας, το­νί­ζω ό­τι οι α­γω­νι­στές πρό­γο­νοί μας ε­ξέ­λε­γαν τους πλη­ρε­ξου­σί­ους των ε­παρ­χι­ών τους στην Ε­πα­να­στα­τι­κή Ε­πι­τρο­πή, που α­πο­φά­σι­ζε συλ­λο­γι­κά, μας πα­ρέ­δο­σαν δη­λα­δή, πέ­ραν των άλ­λων, και έ­να μά­θη­μα δη­μο­κρα­τί­ας και συλ­λο­γι­κό­τη­τας, τε­λι­κά το μή­νυ­μα ό­τι η ι­σχύς βρί­σκε­ται εν τη ε­νώ­σει, ό­τι τους αν­θρώ­πους, τις πό­λεις και τα χω­ριά της Κρή­της τους ε­νώ­νουν πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα α­π' ό­σα τους χω­ρί­ζουν, ό­τι και σή­με­ρα που το νη­σί αν­τι­με­τω­πί­ζει σει­ρά προ­βλη­μά­των αλ­λά και τε­ρά­στι­ες προ­ο­πτι­κές α­νά­πτυ­ξης και ευ­η­με­ρί­ας, μό­νον ως πε­ρι­φέ­ρεια μπο­ρεί να πά­ει ψη­λό­τε­ρα με ό­ρους ι­σο­τι­μί­ας, αλ­λη­λεγ­γύ­ης και συγ­κρη­τι­σμού: οι 56 νε­κροί μέ­σα στο 2016 στο ο­δι­κό δί­κτυ­ο της Κρή­της και ι­δί­ως ε­κεί­νοι του δρό­μου - φο­νιά που α­πο­κα­λεί­ται ΒΟ­ΑΚ δεν εί­ναι Ρε­θυ­μνι­ώ­τες, Η­ρα­κλει­ώ­τες, Χα­νι­ώ­τες ή Λα­σι­θι­ώ­τες. Εί­ναι Κρη­τι­κοί- και η Κρή­τη συ­νο­λι­κά πρέ­πει να α­φα­νί­σει το τέ­ρας, πριν αυ­τό συ­νε­χί­σει να α­φα­νί­ζει τα παι­διά της.

   Και κά­τι α­κό­μη- ι­δί­ως στις μέ­ρες μας ε­πί­σης ε­πί­και­ρο. Πο­λύς λό­γος τε­λευ­ταί­α πε­ρί της Εκ­κλη­σί­ας, πε­ρί της θρη­σκευ­τι­κής παι­δεί­ας, πε­ρί των σχέ­σε­ων του Κρά­τους με την Ορ­θο­δο­ξί­α. Ό­λα και ι­δί­ως τα τε­χνι­κής φύ­σε­ως ζη­τή­μα­τα ως προς την ορ­γά­νω­ση και τη λει­τουρ­γί­α της Εκ­κλη­σί­ας και τη δι­οι­κη­τι­κή και θε­σμι­κή συγ­γέ­νειά της με το Κρά­τος μπο­ρούν να συ­ζη­τη­θούν- και κα­λώς συ­ζη­τούν­ται. Αλ­λά αυ­τό που εί­ναι α­δι­α­πραγ­μά­τευ­το εί­ναι ε­κεί­νο που το Αρ­κά­δι, ως κα­τα­λυ­τι­κό πα­ρά­δειγ­μα, α­νέ­δει­ξε: την άρ­ρη­κτη ι­στο­ρι­κή σχέ­ση της Πί­στης με την Πα­τρί­δα, τους α­κα­τά­λυ­τους δε­σμούς της Ορ­θο­δο­ξί­ας με το Έ­θνος ό­χι μό­νον ως πα­ρά­δο­ση και ι­στο­ρι­κή πα­ρα­κα­τα­θή­κη, αλ­λά κυ­ρί­ως ε­πει­δή στις με­γά­λες στιγ­μές των Ε­θνι­κών Α­γώ­νων η Ορ­θο­δο­ξί­α ή­ταν πα­ρού­σα και μπρο­στά­ρης και στις με­γά­λες ώ­ρες της Ορ­θο­δο­ξί­ας το Έ­θνος ευ­λο­γεί­ται, συ­σπει­ρώ­νε­ται διά της πί­στης και πι­στεύ­ει διά της συ­σπεί­ρω­σης. Και αυ­τή η σι­α­μαί­α σχέ­ση, ό­σο και αν κά­ποι­οι "προ­ο­δευ­τι­κοί" δεν τη θε­ω­ρούν μον­τέρ­να, εί­ναι και θα εί­ναι α­δι­ά­σπα­στη: ό­ταν ο Ι­σμα­ήλ Πα­σάς πα­ρήγ­γει­λε στον Η­γού­με­νο Γα­βρι­ήλ διά του Ε­πι­σκό­που Ρε­θύ­μνης Καλ­λί­νι­κου Νι­κο­λε­τά­κη να δι­ώ­ξει την Ε­πα­να­στα­τι­κή Ε­πι­τρο­πή α­πό το Μο­να­στή­ρι, αλ­λι­ώς θα το κα­τα­στρέ­ψει, και δε­δο­μέ­νου ό­τι υ­πήρ­ξε στη συγ­κλη­θεί­σα σύ­σκε­ψη δι­χο­γνω­μί­α, ο Η­γού­με­νος α­πευ­θυ­νό­με­νος σε κά­ποι­ον προ­βλη­μα­τι­σμέ­νο Μο­να­χό του εί­πε "Ξά­νοι­ξε με και α­φουγ­κρά­σου μου!­!! Θω­ρείς ε­κεί­να τα μαύ­ρα κάρ­βου­να που' ναι α­πό το ει­κο­σι­έ­να α­πά­νω στα με­σο­δό­κια;­;; Θω­ρώ τα. -Με κεί­να τα μαύ­ρα κάρ­βου­να να τσι μουν­τζώ­σω ε­κεί­νους που θα με κα­τη­γο­ρή­σουν πως έ­κα­ψα το Μο­να­στή­ρι για τη λευ­τε­ριά της Κρή­της και το με­γα­λεί­ο του Γέ­νους μας". Ο νο­ών νο­εί­τω.

   Αυ­τή, ω­στό­σο, η τό­σο ση­μαν­τι­κή δι­ά­στα­ση της ση­μαι­ο­φό­ρου στον Α­γώ­να Εκ­κλη­σί­ας προσ­λαμ­βά­νει ι­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α σε μιαν ε­πο­χή ύ­πο­πτης "ποι­νι­κο­ποί­η­σης" ό­χι μό­νον της ορ­θό­δο­ξης πί­στης και δι­δα­σκα­λί­ας, αλ­λά του πα­τρι­ω­τι­σμού γε­νι­κό­τε­ρα. Σε μιαν ε­πο­χή που, προ­φα­νώς, η αλ­λοί­ω­ση των ε­θνι­κών ταυ­το­τή­των, το στρογ­γύ­λε­μα της Ι­στο­ρί­ας, η λεί­αν­ση των γω­νι­ών της συ­νι­στά προ­ϋ­πό­θε­ση της παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­σης με την αρ­νη­τι­κή της έν­νοι­α, δη­λα­δή κυ­ρί­ως υ­πό την έν­νοι­α της δο­ρυ­φο­ρο­ποί­η­σης των ε­θνών- κρα­τών σε υ­πε­ρε­θνι­κούς οι­κο­νο­μι­κούς σχη­μα­τι­σμούς ό­χι με ό­ρους ι­σο­τι­μί­ας και ι­σο­νο­μί­ας, για­τί ό­χι και αλ­λη­λεγ­γύ­ης, αλ­λά με ό­ρους πε­ρι­φέ­ρειας, δο­ρυ­φό­ρου, τε­λι­κά υ­πο­τα­γής. Και αν "ε­θνι­κόν εί­ναι το α­λη­θές" κα­τά το Δι­ο­νύ­σιο Σο­λω­μό, αν "το να εί­σαι Έλ­λη­νας δεν εί­ναι ζή­τη­μα κα­τα­γω­γής αλ­λά α­γω­γής" κα­τά το Νί­κο Εγ­γο­νό­που­λο,  η δι­α­μόρ­φω­ση ε­θνι­κής ταυ­τό­τη­τας με ό­ρους α­λή­θειας και πε­ρη­φά­νιας- και ό­χι φυ­σι­κά με πα­ρα­δο­χές υ­πε­ρο­χής ή ρα­τσι­στι­κή δι­ά­θε­ση έ­ναν­τι άλ­λων λα­ών ή ε­θνών- συ­νι­στά προ­ϋ­πό­θε­ση δι­α­μόρ­φω­σης πο­λι­τών που θα εί­ναι ο­λο­κλη­ρω­μέ­νοι πο­λί­τες του Κό­σμου, ε­πει­δή θα αι­σθά­νον­ται αυ­το­πε­ποί­θη­ση ως Έλ­λη­νες, αλ­λά και θα εί­ναι πε­ρή­φα­νοι ως Έλ­λη­νες, για­τί θα αι­σθά­νον­ται ι­σό­τι­μοι πο­λί­τες του Κό­σμου. Η α­να­θε­ω­ρη­τι­κή εκ­δο­χή της Ι­στο­ρί­ας μας, η εκ­δο­χή του "συ­νω­στι­σμού" στη Σμύρ­νη ή τη μη γε­νο­κτο­νί­ας των Πον­τί­ων, των μα­κε­δο­νο­μά­χων-τζι­χαν­τι­στών, η εκ­δο­χή της α­πο­δο­χής ως φυ­σι­ο­λο­γι­κής της α­να­γό­ρευ­σης του Χ. Ρί­χτερ α­πό το Πα­νε­πι­στή­μιο Κρή­της δεν α­πο­τε­λεί, κα­τά τη γνώ­μη μου, πα­ρά την εκ­δο­χή μιας Ελ­λά­δας φο­βι­κής και βλα­χομ­πα­ρόκ, μιας Ελ­λά­δας που αρ­νεί­ται να αν­τι­κρύ­σει τον κα­θρέ­πτη της, δη­λα­δή το πα­ρελ­θόν και το πα­ρόν της, αλ­λά αρ­κεί­ται στην πρόσ­δε­ση σε ξέ­να άρ­μα­τα, στην κα­τα­νά­λω­ση δα­νει­κών και δα­νεί­ων ι­δε­ών, την ώ­ρα που η ελ­λη­νι­κό­τη­τα, ο Τρό­πος, οι Ι­δέ­ες, η Ψυ­χή μας ό­πως ε­πι­σή­μα­νε δε­κα­ε­τί­ες τώ­ρα ο Ο­δυσ­σέ­ας Ε­λύ­της, θα μπο­ρού­σε αυ­τός και μό­νον να εμ­πνέ­ει και να τρο­φο­δο­τεί α­έ­να­α την -ά­ψυ­χη και ξέ­πνο­η ο­ρα­μά­των σή­με­ρα- Ευ­ρώ­πη. Σε κεί­νους που α­πεμ­πο­λούν και α­πα­ξι­ώ­νουν την Ι­στο­ρί­α μας, δη­λα­δή την ταυ­τό­τη­τά μας, βα­φτί­ζον­τας α­βα­σά­νι­στα και δο­λί­ως το πα­τρι­ω­τι­κό ως α­κρο­δε­ξιό ή ε­πι­ει­κώς ε­κτός μό­δας, α­παν­τού­με ό­τι προ­ο­δευ­τι­κό εί­ναι να πα­ρα­λαμ­βά­νεις το έρ­μα της Ι­στο­ρί­ας, να το εν­σω­μα­τώ­νεις, να το ε­πι­και­ρο­ποι­είς στην ε­πο­χή σου και να δι­α­μορ­φώ­νεις ό­ρα­μα δη­μι­ουρ­γί­ας και προ­ό­δου για τη χώ­ρα σου. Και σί­γου­ρα προ­ο­δευ­τι­κό δεν εί­ναι -αν και της μό­δας- να αν­τι­γρά­φεις τε­χνη­τές α­να­γνώ­σεις της Ι­στο­ρί­ας, να τις υ­μνείς για­τί εί­ναι ε­πί­και­ρες και, τε­λι­κά, να κα­τα­να­λώ­νεις ει­σα­γό­με­νες και στο­χευ­μέ­νες θε­ω­ρή­σεις της, α­να­λώ­νον­τας εν τέ­λει την ψυ­χή σου, δη­λα­δή ως χώ­ρα την ύ­παρ­ξή σου.

   Για τους λό­γους αυ­τούς και έ­χουν νό­η­μα και πε­ρι­ε­χό­με­νο οι ε­ορ­τα­σμοί των με­γά­λων γε­γο­νό­των της Ι­στο­ρί­ας μας. Γι' αυ­τό και το Αρ­κά­δι πρέ­πει να δι­δά­σκε­ται στα σχο­λεί­α μας. Γι' αυ­τό και δεν πρέ­πει οι­κο­γέ­νεια, σχο­λεί­ο, α­θλη­τι­κό σω­μα­τεί­ο να πα­ρα­λεί­ψει το προ­σκύ­νη­μα των παι­δι­ών μας στον Ι­ε­ρό Τό­πο. Το δέ­ος του Μαυ­σω­λεί­ου, οι αρ­χαί­ες, αλ­λά ζων­τα­νές και ο­μι­λού­σες πέ­τρες των τοί­χων του Μο­να­στη­ριού, η η­ρε­μί­α και η δύ­να­μη του το­πί­ου, μα­ζί με το ε­ξαι­ρε­τι­κό Μου­σεί­ο για το ο­ποί­ο με­ρί­μνη­σε πα­τρι­κά ο Μη­τρο­πο­λί­της μας, α­πό­σταγ­μα της πο­ρεί­ας της Μο­νής στο χρό­νο, θα κά­νουν τα παι­διά μας πλου­σι­ό­τε­ρα και την ψυ­χή τους με­στή α­ξι­ών, ι­δε­ών και α­γά­πης για την Ε­λευ­θε­ρί­α, τη Δι­και­ο­σύ­νη, την Αν­θρω­πιά.

 

   Κυ­ρί­ες και Κύ­ριοι,

   Στο χώ­ρο και στο χω­ριό που βρι­σκό­μα­στε κα­μί­α μνή­μη του Αρ­κα­διού δεν εί­ναι πλή­ρης και κα­μί­α τι­μή δεν εί­ναι ο­λά­κε­ρη αν δεν μνη­μο­νεύ­σεις τον Ι­ω­άν­νη Σω­πα­σή ή Κού­βο και τα παλ­λη­κά­ρια του. Ό­χι, φυ­σι­κά, για να κο­λα­κεύ­σεις τους μη έ­χον­τες α­νάγ­κη κο­λα­κεί­ας α­πο­γό­νους τους και χω­ρια­νούς τους ή για­τί έ­τυ­χε ο ή­ρω­ας, ο πε­ρή­φα­νος Ο­πλαρ­χη­γός του Μυ­λο­πο­τά­μου να κα­τά­γε­ται α­πό τα Λι­βά­δια. Αλ­λά ε­πει­δή η ί­δια η ζω­ή και η θυ­σί­α του συμ­πυ­κνώ­νουν ως πα­ρά­δειγ­μα την α­νι­δι­ο­τέ­λεια, τον πα­τρι­ω­τι­σμό και την παλ­λη­κα­ριά, την ι­κα­νό­τη­τα και την πε­ρη­φά­νια μα­ζί. Για­τί ο Ι­ω­άν­νης Δη­μη­τρί­ου Σω­πα­σής δεν εί­ναι μό­νο ο ι­κα­νός κα­πε­τά­νιος που στην Ε­πα­νά­στα­ση του 1858 εκ­κα­θα­ρί­ζει με ε­πι­τυ­χί­α το Μέ­σα Μυ­λο­πό­τα­μο, ο ευ­φυ­ής χα­ΐ­νης που δρα­πε­τεύ­ει α­πό τις φυ­λα­κές της Χί­ου με α­ρι­στο­τε­χνι­κό τρό­πο, ο α­δά­μα­στος αν­τάρ­της που υ­πο­μέ­νει δι­ω­κό­με­νος πεί­να και κα­κου­χί­ες ε­πί μα­κρό χρό­νο προ­κει­μέ­νου να ε­πι­βι­ώ­σει. Εί­ναι ο εύ­πο­ρος νοι­κο­κύ­ρης που δεν μπο­ρού­σε να πα­ρα­μεί­νει φρό­νι­μος στη σκλα­βιά, ε­κεί­νος που εγ­κα­τα­λεί­πει το βιος του και το κα­τα­λύ­ει για τον Α­γώ­να, αυ­τός που με­τά την πα­ρά­δο­ση και κα­τό­πιν της ε­ξα­πά­τη­σής του α­πό τον Ι­σμα­ήλ Πα­σά φυ­λα­κί­ζε­ται και ό­ταν με­τά α­πό την πε­ρι­δί­νη­σή του στα ό­ρια της ζω­ής και του θα­νά­του η­συ­χά­ζει πια στη Σύ­ρο ό­που και προσ­λαμ­βά­νε­ται στην Πο­λι­το­φυ­λα­κή, δεν μπο­ρεί να μεί­νει ή­συ­χος ό­ταν το Νη­σί α­νη­συ­χεί, ό­ταν η Κρή­τη ξε­ση­κώ­νε­ται. Εί­ναι ε­κεί­νος που χω­ρίς δεύ­τε­ρη σκέ­ψη και με την εί­δη­σή μό­νο ό­τι ε­τοι­μά­ζε­ται Ε­πα­νά­στα­ση έρ­χε­ται στο Μυ­λο­πό­τα­μο, α­μέ­σως εμ­ψυ­χώ­νει και στρα­το­λο­γεί 45 παλ­λη­κά­ρια α­πό τα Λι­βά­δια, τα Ζω­νια­νά την Κρά­να και μπαί­νουν ως το πλέ­ον συγ­κρο­τη­μέ­νο και συν­τε­ταγ­μέ­νο μη στρα­τι­ω­τι­κό σώ­μα α­πό τους πρώ­τους στο Αρ­κά­δι, α­πο­φα­σι­σμέ­νοι να πέ­σουν μέ­χρις ε­νός. Αν­θρώ­πι­να τεί­χη και λά­βα­ρα ε­λευ­θε­ρί­ας τα κορ­μιά τους, τα πα­ρέ­δο­σαν στην Πα­τρί­δα και στην Ι­δέ­α: και δεν υ­πήρ­ξε ά­τυ­χος, ό­πως νο­μί­ζουν ο­ρι­σμέ­νοι, ο Κού­βος που δεν ο­λο­καυ­τώ­θη­κε, αλ­λά συ­νε­λή­φθη αιχ­μά­λω­τος και βα­σα­νί­σθη­κε μέ­χρι θα­νά­του ό­σο δε χω­ρά αν­θρώ­πι­νος νους. Για­τί, εί­μαι βέ­βαι­ος, ό­τι ε­που­δε­νί τον εν­δι­έ­φε­ρε το πώς ή πό­τε θα α­πο­βι­ώ­σει, αλ­λά το μεί­ζον, δη­λα­δή να χο­ρη­γή­σει τη ζω­ή του στην Ε­λευ­θε­ρί­α. Πα­ρό­λο που η στω­ι­κό­τη­τα με την ο­ποί­α υ­πέ­μει­νε τα φρι­κτά βα­σα­νι­στή­ριά του μας ε­πι­βάλ­λει έ­να α­κό­μη στε­φά­νι λε­βεν­τιάς και παλ­λη­κα­ριάς στη μνή­μη του. Και εί­ναι νο­μί­ζω δί­και­ο, αν και κα­μί­α τι­μή δεν εί­ναι α­νά­λο­γη με τη θυ­σί­α, να το­πο­θε­τη­θεί ε­πι­τέ­λους στη μνή­μη του και στη μνή­μη των συν­τρό­φων του με την ευ­θύ­νη της Πε­ρι­φε­ρεια­κής Έ­νω­σης Δή­μων Κρή­της, μια και έ­χει ή­δη δρο­μο­λο­γη­θεί α­πό την ΤΕΔΚ Ρε­θύ­μνου και έ­χει πα­ραγ­γελ­θεί, αλ­λά κω­λυ­σι­ερ­γεί, ο αν­δριά­ντας του στη Μο­νή Αρ­κα­δί­ου. Ας εί­ναι η ση­με­ρι­νή εκ­δή­λω­ση η α­φορ­μή να α­πο­τι­θεί αυ­τή, η ε­λά­χι­στη, ο­φει­λό­με­νη τι­μή.

 

   Κυ­ρί­ες και Κύ­ριοι,

   Φί­λες και Φί­λοι,

   Αν το Νο­έμ­βρη του 1866, στα σκο­τει­νά χρό­νια της βαρ­βα­ρό­τη­τας, μια χού­φτα πρό­γο­νοί μας κοί­τα­ξαν στα μά­τια το θη­ρί­ο, έ­κα­ναν τη θέ­λη­σή τους δύ­να­μη και την ψυ­χή τους πέ­τρα, και α­να­λώ­θη­καν για μιαν Ι­δέ­α, ξε­περ­νών­τας την ύ­λη, τα μι­κρά και κα­θη­με­ρι­νά και εκ­χω­ρών­τας την ί­δια τη ζω­ή τους για κά­τι α­νώ­τε­ρο, για το με­γά­λο, το ι­δα­νι­κό, ε­μείς, σή­με­ρα, εί­μα­στε υ­πο­χρε­ω­μέ­νοι να πα­ρα­μεί­νου­με α­γω­νι­στές, ο­ρα­μα­τι­στές και ε­νω­μέ­νοι. Στις δύ­σκο­λες μέ­ρες που περ­νά ο τό­πος μας, η πα­τρί­δα μας, το Αρ­κά­δι, ως φά­ρος λαμ­πρός στην αι­ω­νι­ό­τη­τα, μας θυ­μί­ζει ό­τι οι α­γώ­νες χά­νον­ται μό­νον ό­ταν δεν δί­δον­ται. Ό­τι κα­μί­α μοί­ρα δεν εί­ναι α­νί­κη­τη. Ό­τι κα­νείς λα­ός, αλ­λά και κα­νείς άν­θρω­πος ξε­χω­ρι­στά, δεν εί­ναι α­δύ­να­μος ό­ταν πι­στεύ­ει σε α­ξί­ες, ό­πως η αν­θρω­πιά, η δι­και­ο­σύ­νη, η αλ­λη­λεγ­γύ­η. Και αν σή­με­ρα δι­καί­ως υ­πο­κλι­νό­μα­στε σε ε­κεί­νους που έ­δω­σαν ή δι­α­κιν­δύ­νευ­σαν τη ζω­ή τους σε πο­λύ δυ­σκο­λό­τε­ρες συν­θή­κες, φο­βού­μαι ό­τι θα α­πο­λο­γη­θού­με στους α­πο­γό­νους μας αν σε μιά οι­κο­νο­μι­κή μό­νον δυ­σκο­λί­α θα λυ­γί­σου­με.

   Γι' αυ­τό και πρέ­πει να πα­λέ­ψου­με. Και να νι­κή­σου­με.

   Το μή­νυ­μα του Αρ­κα­διού εί­ναι σή­με­ρα και θα εί­ναι εις τους αι­ώ­νας των αι­ώ­νων μή­νυ­μα Α­γώ­να, μή­νυ­μα αι­σι­ο­δο­ξί­ας, μή­νυ­μα Αν­θρω­πιάς:

"Ό­σο κι αν εί­ναι σκο­τει­νιά και κα­τα­χνιά με­γά­λη

θα την-ε- βρει την πε­ρα­σά ο ή­λιος να προ­βάλ­λει!­!­!"

 

Ζή­τω το Αρ­κά­δι!­!!

Αιωνία η μνήμη των νεκρών του!!!

 

 
© 2010 Ιερά Μητρόπολις Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, Ρέθυμνο, Κρήτη - Τηλεφωνικό Κέντρο 28310 22415 - Fax 28310 28557
 

website powered by HOTSoft.gr - κατασκευή ιστοσελίδας