Οικουμενικον Πατριαρχείον
Οικουμενικον Πατριαρχείον
Οικουμενικον Πατριαρχείον
 

 

ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΙΣ

ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ

ΡΕΘΥΜΝΗΣ ΚΑΙ ΑΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ κ. ΕΥΓΕΝΙΟΥ

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΙΝ ΤΗΣ ΑΥΤΟΥ ΕΞΟΧΟΤΗΤΟΣ

ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

κ.κ. ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗΝ

ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗΝ ΜΟΝΗΝ ΑΡΚΑΔΙΟΥ

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΑΤΟΣΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟΝ

ΤΟΥ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΟΣ ΑΥΤΗΣ

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016


   Ἐ­ξο­χώ­τα­τε κ. Πρό­ε­δρε,

   Μέ βα­θει­ά τι­μή Σᾶς ὑ­πο­δε­χό­μα­στε σή­με­ρα, ὡς Ἐ­πί­σκο­πος τῆς τρι­σευ­λο­γη­μέ­νης αὐ­τῆς Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Πα­ροι­κί­ας, μα­ζί μέ τόν Σεβ. Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο Κρή­της κ.κ. Εἰ­ρη­ναῖ­ο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐκ­προ­σω­πεῖ καί τήν Αὐ­τοῦ Θει­ο­τά­τη Πα­να­γι­ό­τη­τα, τόν Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­άρ­χη κ.κ. ΒΑΡ­ΘΟ­ΛΟ­ΜΑΙ­Ο, καί τούς Ἀ­δελ­φούς Ἁ­γί­ους Ἀρ­χι­ε­ρεῖς πού συ­να­πο­τε­λοῦ­με τήν Ἱ­ε­ρά Ἐ­παρ­χι­α­κή Σύ­νο­δο τῆς Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Κρή­της, στίς ἅ­γι­ες καί αἱ­μα­το­πό­τι­στες αὐ­λές τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Πα­τρι­αρ­χι­κῆς καί Σταυ­ρο­πη­γι­α­κῆς Μο­νῆς τοῦ Ἀρ­κα­δί­ου. Τοῦ Ἱ­ε­ροῦ αὐ­τοῦ καί παν­σε­βά­σμι­ου τό­που τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῶν Ρε­θυ­μνί­ων, τῆς Κρή­της, τῆς Ἑλ­λά­δος, τῆς Οἰ­κου­μέ­νης ὅ­λης. Καί Σᾶς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με γι­ά τήν πρό­φρο­να ἀν­τα­πό­κρι­σή Σας στήν πρό­σκλη­σή μας νά λαμ­πρύ­νε­τε μέ τήν ὑ­ψη­λή πα­ρου­σί­α Σας τήν ἑ­κα­το­στή πεν­τη­κο­στή Ἐ­πέ­τει­ο τοῦ Ὁ­λο­καυ­τώ­μα­τος, τό ὁ­ποῖ­ο κα­τέ­γρα­ψε μέ χρυ­σά γράμ­μα­τα στήν παγ­κό­σμι­α Ἱ­στο­ρί­α τό Ἱ­ε­ρό αὐ­τό Μο­να­στι­κό ἐν­δι­αί­τη­μα ὡς Μνη­μεῖ­ο τῆς Ἐ­θε­λο­θυ­σί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που γι­ά τήν πνευ­μα­τι­κή του ἐ­λευ­θε­ρί­α.

 

   Αἰ­σθα­νό­μα­στε ἰ­δι­αί­τε­ρα σή­με­ρα, στήν ἀ­πό μέ­ρους ὅ­λων μας καρ­δι­α­κή ἐκ­δή­λω­ση τι­μῆς καί μνή­μης στούς ἀ­θά­να­τους Ἥ­ρω­ες τοῦ  Ὁ­λο­καυ­τώ­μα­τος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ἀρ­κα­δί­ου, στόν Ἡ­γού­με­νο Γα­βρι­ήλ καί στήν μαρ­τυ­ρι­κή εὑ­ρύ­τε­ρη συ­νο­δεί­α του, πώς συγ­κλο­νί­ζε­ται συ­θέ­με­λα γι­ά μί­α ἀ­κό­μη φο­ρά στήν δι­α­χρο­νι­κή πα­ρου­σί­α του ὁ πα­νί­ε­ρος αὐ­τός τό­πος, γι­ά νά ἐ­ξα­κτι­νώ­σει τό μή­νυ­μα τῆς Ἐ­λευ­θε­ρί­ας καί τῆς αὐ­το­δι­ά­θε­σης ἀν­θρώ­πων καί λα­ῶν πού δη­μι­ουρ­γή­θη­καν ἀ­πό τόν Πλά­στη καί Πα­τέ­ρα Θε­ό «ἐξ ἑ­νὸς αἵ­μα­τος .­.. κα­τοι­κεῖν ἐ­πὶ πᾶν τὸ πρό­σω­πον τῆς γῆς», ὁ Ὁ­ποῖ­ος καί ὥ­ρι­σε «καὶ τὰς ὁ­ρο­θε­σί­ας τῆς κα­τοι­κί­ας αὐ­τῶν», ὅ­πως ὁ Ἀ­πό­στο­λος τῶν Ἐ­θνῶν καί τῆς νή­σου μας, ὁ μέ­γας Παῦ­λος, ἐ­τό­νι­ζε στούς Ἀ­θη­ναί­ους «ἐν μέ­σῳ τοῦ ᾿Α­ρε­ί­ου πά­γου».

   Καί δέν βρί­σκο­με κα­λύ­τε­ρο λό­γο, εἰ­σο­δι­κό στήν προ­σευ­χη­τι­κή εὐ­γνώ­μο­να ἀ­να­φο­ρά μας σέ ἐ­κεί­νους πού θυ­σι­ά­σθη­καν γι­ά νά ζοῦ­με ἐ­μεῖς ἐ­λεύ­θε­ροι, ἀ­πό τόν πε­ρί­φη­μο ἐ­κεῖ­νο λό­γο τοῦ με­γά­λου τέ­κνου τῆς εὔ­γο­νης γῆς τοῦ Ρε­θύ­μνου, τοῦ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κοῦ Παν­τε­λῆ Πρε­βε­λά­κη, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­λε­γε πρίν πε­νήν­τα ἀ­κρι­βῶς χρό­νι­α, στόν ἑ­ορ­τα­σμό τῆς Ἑ­κα­τον­τα­ε­τη­ρί­δος, τά ἑ­ξῆς πα­ραι­νε­τι­κά. Πώς κα­λού­μα­στε αὐ­τήν τήν με­γά­λη ἡ­μέ­ρα νά «ἀ­να­κα­λέ­σου­με στή μνή­μη μας ἐ­κεί­νους πού ἀ­γω­νί­στη­καν γι­ά τήν ἐ­θνι­κή μας ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α καί μᾶς ἐ­δί­δα­ξαν τόν ὕ­ψι­στο ἀ­πό τούς σκο­πούς τῆς ζω­ῆς. Θά τούς ἀ­να­πο­λή­σου­με μ᾿ εὐ­γνω­μο­σύ­νη κι εὐ­λά­βει­α, καί συ­νά­μα μέ πό­νο ψυ­χῆς, ἐ­πει­δή ἐ­κεῖ­νοι μαρ­τύ­ρη­σαν καί θυ­σι­ά­στη­καν χω­ρίς ν᾿ ἀ­ξι­ω­θοῦν τό ἱ­λα­ρό φῶς τῆς λευ­τε­ρι­ᾶς. Τό μό­νο ἔ­πα­θλο τῶν ἀ­γώ­νων τους ὑ­πῆρ­ξε ἡ Τι­μή καί τού­τη ἡ τα­πει­νή ἀν­τα­πό­δο­ση πού τούς προ­σφέ­ρουν τά τέ­κνα τους, ὅ­ταν τούς ἀ­να­σταί­νουν μέ­σα στήν καρ­δι­ά τους. Ἡ ψυ­χή τους πρέ­πει ν᾿ ἀ­γάλ­λε­ται ἀ­πό τό μνη­μό­συ­νο πού τούς κά­νου­με!­».

   Αὐ­τό λοι­πόν αἰ­σθα­νό­μα­στε σή­με­ρα, τήν ἀ­γαλ­λί­α­ση τῆς ψυ­χῆς τους ἀ­πό αὐ­τό τό Μνη­μό­συ­νο, πού φα­νε­ρώ­νει ὄ­χι τό θά­να­τό τους ὡς ἔ­σχα­τη ἀ­πο­τυ­χί­α, ἀλ­λά τήν ἀ­νά­στα­σή τους πού συν­τε­λεῖ­ται δι­αρ­κῶς ἐν­τός μας μέ τήν τι­μή καί προ­πάν­των μέ τή μί­μη­σή τους στό ἀ­γω­νι­στι­κό φρό­νη­μα γι­ά τά Ἱ­ε­ρά καί τά Ὅ­σι­α τοῦ Γέ­νους. Ἔ­χει γρα­φεῖ ἄλ­λω­στε τό­σο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πώς:

«αὐ­τοί πού θρι­αμ­βεύ­σα­νε κα­τά τῆς τυ­ραν­νί­ας,

εἶ­χαν στά βά­θη τῆς καρ­δι­ᾶς τό πνεῦ­μα τῆς θυ­σί­ας,

πού τό ἐ­κή­ρυξ᾿ ὁ Χρι­στός ἐ­πά­νω στό Σταυ­ρό Του,

γι­ά ν᾿ ἀ­νε­βοῦ­με καί ἐ­μεῖς στό ὕ­ψος τό δι­κό Του».

   Αὐ­τό αἰ­σθα­νό­μα­στε καί κά­θε φο­ρά πού ἀν­τι­κρύ­ζο­με, κα­θώς εἰ­σερ­χό­μα­στε σ᾿ αὐ­τό τό Να­ό, τήν εἰ­κό­να τῆς Ἀ­νά­στα­σης τοῦ Χρι­στοῦ μας, ἐ­πί­στε­ψη σέ ἀλ­λο­τι­νούς και­ρούς τοῦ Τέμ­πλου, πού δι­α­σώ­θη­κε ὅ­μως μέ­σα σέ ἐ­κεί­νη τή λαί­λα­πα καί τήν συμ­φο­ρά τοῦ Νο­εμ­βρί­ου τοῦ ἔ­τους 1866. Καί ἡ σκέ­ψη μας ἱ­ε­ρα­πο­δη­μεῖ στό με­λώ­δη­μα ἑ­νός ἀ­νω­νύ­μου ποι­η­τῆ, ἤ κα­λύ­τε­ρα ἑ­νός ὁ­λο­κλή­ρου ἐ­πω­νύ­μου λα­οῦ, πού ἀ­να­φέ­ρει πώς:

«Ἡ λευ­θε­ρι­ά σταυ­ρώ­θη­κε κ’ ἐ­θάφ­τη­κε στό χῶ­μα.

Μά σάν τῆς κρά­ξῃ ἀ­νά­στα­σι ἑ­νός λα­οῦ τό στό­μα,

πε­τι­έ­τ’ ἀ­πό τό μνῆ­μα της, φῶς καί ζω­ή ἁ­πλώ­νει,

καί τή σκλα­βι­ά μέ κόκ­κι­νο λου­λού­δι στε­φα­νώ­νει».

   Αὐ­τό αἰ­σθα­νό­μα­στε ἔν­το­να ἀ­κό­μη ἀ­να­σκα­λί­ζον­τας τίς στά­κτες καί τά ἀ­πο­κα­ΐ­δι­α πού μέ­σα τους κρύ­βουν ἄ­σβε­στη τή φλό­γα γι­ά νά συ­νε­χί­ζει τό Ἀρ­κά­δι, τό με­τε­ρί­ζι αὐ­τό τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἀρ­χον­τι­ᾶς καί τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης ἐ­λευ­θε­ρί­ας, νά σκορ­πᾶ φῶς πού φω­τί­ζει τά σκο­τά­δι­α τοῦ κό­σμου καί νά κα­λεῖ σέ ἕ­να κά­λε­σμα ἐ­γρη­γόρ­σε­ως ἐν ὄ­ψει τῶν ἀ­πη­νῶν δι­ωγ­μῶν πού δι­α­πράτ­τον­ται μπρο­στά στά μά­τι­α μας, τοῦ ἐκ­πα­τρι­σμοῦ καί τῶν φο­νι­κῶν ἐγ­κλη­μά­των ἐ­νάν­τι­α σέ ἀ­θώ­ους συ­ναν­θρώ­πους μας, καί ἰ­δι­αί­τε­ρα σέ παι­δι­ά. Καί ὅ­λα αὐ­τά μέ πρό­φα­ση τήν «δό­ξα τοῦ Θε­οῦ», ὅ­πως ἄλ­λω­στε ἐ­πι­μαρ­τυ­ρεῖ ὁ λό­γος τοῦ Χρι­στοῦ: «ἀλ­λ' ἔρ­χε­ται ὥ­ρα, ἵ­να πᾶς ὁ ἀ­πο­κτεί­νας ὑ­μᾶς δό­ξῃ λα­τρεί­αν προ­σφέ­ρειν τῷ Θε­ῷ», δη­λα­δή «θά ἔλ­θει ὁ και­ρός πού ὅ­ποι­ος σᾶς θα­να­τώ­σει θά νο­μί­ζει ὅ­τι ἔτ­σι ὑ­πη­ρε­τεῖ τόν Θε­ό» (Ἰ­ω­άν. 16, 2).

   Ἡ θε­ώ­ρη­ση αὐ­τή προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τή συ­νει­δη­το­ποί­η­ση ὅ­τι ἡ Ἀρ­κα­δι­κή Ἐ­θε­λο­θυ­σί­α ὑ­περ­βαί­νει τά στε­νά καί πε­πε­ρα­σμέ­να ὅ­ρι­α τῆς στιγ­μῆς καί ἐ­κτεί­νε­ται σέ ἀ­πέ­ραν­τους ὁ­ρί­ζον­τες. Ἀ­φοῦ οἱ Ἥ­ρω­ες πού τε­λει­ώ­θη­καν καί ὁ­λο­καυ­τώ­θη­καν ἐ­δῶ, ἦ­ταν ἄν­θρω­ποι πού πο­λέ­μη­σαν γι­α­τί ἐ­πι­θυ­μοῦ­σαν νά ζή­σουν εἰ­ρη­νι­κά, ἐ­λεύ­θε­ροι, μέ κοι­νω­νι­κή δι­και­ο­σύ­νη καί ἀ­ξι­ο­πρέ­πει­α. Καί ἔ­γι­ναν ἕ­να οἱ πολ­λοί καί ταύ­τι­σαν τά θε­λή­μα­τά τους σέ μι­ά ἀ­δι­ά­σπα­στη σύμ­πνοι­α καί συ­νερ­γί­α, φα­νε­ρώ­νον­τας τόν πα­τρι­ω­τι­σμό, τήν αὐ­τα­πάρ­νη­ση καί τό αἴ­σθη­μα τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς εὐ­θύ­νης, ὄ­χι μό­νο τό­τε ἀλ­λά καί ἀ­πό τό­τε καί στό ἑ­ξῆς, καί ὑ­πεν­θυ­μί­ζον­τας πώς πα­ρά τά αἱ­μάσ­σον­τα τραύ­μα­τα καί τήν ὑ­λι­κή ἐ­ξου­θέ­νω­σή μας ἔ­χο­με τήν ἱ­κα­νό­τη­τα νά ἀ­να­κάμ­πτο­με, ὅ­ταν ἔ­χο­με ἐ­πι­μο­νή, ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα καί προ­πάν­των ἑ­νό­τη­τα.

   Αἰ­σθα­νό­μα­στε καί προ­σω­πι­κά αὐ­τό τό ἱ­ε­ρό δέ­ος ἀλ­λά καί τήν με­γά­λη εὐ­θύ­νη τῆς συ­νέ­χει­ας, ἀ­κο­λου­θών­τας τό πα­ρά­δειγ­μα μα­κα­ρι­στῶν ἁ­γί­ων Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων, χρυ­σῶν κρί­κων τῆς ἁ­λύ­σου τῆς Ἀ­πο­στο­λι­κῆς μας Δι­α­δο­χῆς, οἱ ὁ­ποῖ­οι μέ αὐ­τα­πάρ­νη­ση δι­α­κό­νη­σαν τήν το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­πως ὁ Δι­ο­νύ­σι­ος Κα­στρι­νο­γι­αν­νά­κης, ὁ με­τέ­πει­τα Μη­τρο­πο­λί­της Κρή­της Τι­μό­θε­ος Βε­νέ­ρης, ἀλ­λά καί ὁ ἐκ τῶν ἀ­δελ­φῶν τῆς Μο­νῆς Ἐ­πί­σκο­πος Πέ­τρας Δι­ο­νύ­σι­ος Μα­ραγ­κου­δά­κης.

   Ἀ­κοῦ­με τή φω­νή τοῦ πρώ­του, τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου, αὐ­τήν τήν ὥ­ρα, σάν νά βρι­σκό­μα­στε ἀ­πό μί­α γω­νί­α στή Σο­χώ­ρα τῆς πό­λης τοῦ Ρε­θύ­μνου, νά λέ­ει προ­σφω­νών­τας τό Ἱ­ε­ρό Λά­βα­ρο, ὅ­πως τό­τε τό 1910: «Σέ χαι­ρε­τί­ζω, ἱ­ε­ρά Ση­μαί­α τοῦ Ἀρ­κα­δί­ου! .­.. Ἐν ἐ­πο­χῇ, κα­τά τήν ὁ­ποί­αν το­σοῦ­τον ἔ­χου­σι πε­ρι­στα­λῆ τά ἐ­θνι­κά ἰ­δε­ώ­δη καί τό Ἔ­θνος ἡ­μῶν ἔ­χει καί πά­λιν πολ­λάς δο­κι­μά­σει πι­κρί­ας, καί ἔ­χει ἀ­πο­μο­νω­θῆ, πε­ρι­φρο­νού­με­νον καί ἐ­ξου­θε­νού­με­νον. Ἡ ἐμ­φά­νι­σις ἐν τῷ μέ­σῳ ἡ­μῶν, Κό­ρη το­σού­των βα­σά­νων καί θλί­ψε­ων, το­σού­των στε­ναγ­μῶν καί πό­θων, πό­θων με­γά­λων, πό­θων ἐ­θνι­κῶν, προσ­δί­δει εἰς τάς ψυ­χάς ἡ­μῶν ζω­ήν, εἰς τάς καρ­δί­ας ἡ­μῶν συ­ναι­σθή­μα­τα ἅ­γι­α, εἰς τάς ἐλ­πί­δας ἡ­μῶν τάς ἐ­θνι­κάς ἀ­να­πτέ­ρω­σιν, εἰς τήν πί­στιν ἡ­μῶν πε­ρί τοῦ μέλ­λον­τος τῆς Πα­τρί­δος ἐ­νί­σχυ­σιν καί ἑ­δραί­ω­σιν». Καί ρί­γη συγ­κί­νη­σης δι­α­περ­νοῦν τίς ὑ­πάρ­ξεις μας δι­α­πι­στώ­νον­τας πώς ἴ­σως οἱ πα­ρα­πά­νω λέ­ξεις θά μπο­ροῦ­σαν νά εἶ­χαν εἰ­πω­θεῖ καί γι­ά τό σή­με­ρα τῆς πο­λύ­πα­θης πα­τρί­δας μας.

   Δι­α­βά­ζο­με, ἐ­πί­σης, στό μνη­μει­ῶ­δες ἔρ­γο τοῦ δευ­τέ­ρου, τοῦ Τι­μο­θέ­ου, «Τό Ἀρ­κά­δι δι­ά τῶν αἰ­ώ­νων», καί νι­ώ­θο­με νά ἐ­κτυ­λίσ­σε­ται μπρο­στά μας αὐ­τήν τήν ὥ­ρα ἡ σκη­νή κα­τά τήν ὁ­ποί­α, με­τά τήν Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, ὁ Ἡ­γού­με­νος στήν Ὡ­ραί­α Πύ­λη εἶ­πε με­τα­ξύ ἄλ­λων καί τά ἑ­ξῆς: «Ἀ­δελ­φοί, ἔ­χε­τε πί­στιν εἰς τόν Σω­τῆ­ρα καί Λυ­τρω­τήν τοῦ κό­σμου.­.. Ἄς ἔ­χο­μεν τήν εὐ­φρό­συ­νον πε­ποί­θη­σιν ὅ­τι ἐ­ξε­λέ­ξα­το ἡ­μᾶς εἰς θυ­σί­αν ἄ­μω­μον πρός δό­ξαν τοῦ Γέ­νους ἡ­μῶν καί ἐ­λευ­θε­ρί­αν τῆς φιλ­τά­της Πα­τρί­δος μας.­.. Ἄς ἀ­σπα­σθῶ­μεν ἀλ­λή­λους, ἄς ζη­τή­σω­μεν συγ­χώ­ρη­σιν πα­ρά τοῦ Παν­το­δυ­νά­μου Θε­οῦ καί πα­ρ’ ἡ­μῶν αὐ­τῶν».

   Με­λε­τοῦ­με ἀ­κό­μη στόν τρί­το, τόν Δι­ο­νύ­σι­ο, ἐ­ξαί­ρε­το ἱ­στο­ρι­κό ἐ­ρευ­νη­τή, στό ὑ­πέ­ρο­χο σύγ­γρα­μά του «Τό Ἱ­ε­ρόν καί Ἡ­ρω­ι­κόν τῆς Κρή­της Ἀρ­κά­δι», καί κρα­τοῦ­με ἐγ­κόλ­πι­ο φυ­λα­κτό τήν φρά­ση του ἐ­κεί­νη πώς ἡ Μο­νή «ἐ­πα­ξί­ως ἀ­νυ­ψώ­θη ἐν τῇ ἐ­θνι­κῇ συ­νει­δή­σει καί πε­ρι­ε­λή­φθη ἐν τῇ ἐν­δό­ξῳ Ἱ­στο­ρί­α τῆς Με­γα­λο­νή­σου, ἐν τῇ ὁ­ποί­ᾳ τό μέ­γα ὄ­νο­μά της με­γα­λο­πρε­πῶς πα­ρε­λαύ­νει καί ἐκ­πλήτ­τει, ἐ­πει­δή κα­τά τήν ὁ­μο­λο­γί­αν ἡ­με­τέ­ρων καί ξέ­νων ἡ  ἑ­κα­τόμ­βη αὐ­τῆς εἶ­ναι ἀ­νω­τέ­ρα ὅ­λων τῶν κα­τορ­θω­μά­των τοῦ τρι­ε­τοῦς ἀ­γῶ­νος τοῦ 1866 καί ἡ  ἐκ τῆς ὁ­λο­καυ­τώ­σε­ως πτῶ­σις αὐ­τῆς ἰ­σο­δυ­να­μεῖ πρός πε­ρί­λαμ­προν νί­κην, ὡς και­ρι­ώ­τα­τον πλῆγ­μα κα­τά τοῦ κα­τα­κτη­τοῦ τῆς Κρή­της, τοῦ ὁ­ποί­ου αἱ ἀ­γρι­ό­τη­τες καί θη­ρι­ω­δί­αι ἦλ­θον εἰς πλῆ­ρες φῶς ἐκ τῶν ἐ­κεῖ­θεν ἐ­κτο­ξευ­θει­σῶν φλο­γῶν».

   Καί, τέ­λος, μα­ζί μέ αὐ­τούς ἀ­κοῦ­με σή­με­ρα καί μί­α ἄλ­λη φω­νή, νά ἀν­τη­χεῖ ξα­νά κά­τω ἀ­πό τούς θό­λους τού­του τού δί­κλι­του Κα­θο­λι­κοῦ τοῦ Ἀ­φέν­τη Χρι­στοῦ καί τῶν ἰ­σα­πο­στό­λων Ἁ­γί­ων Κων­σταν­τί­νου καί Ἑ­λέ­νης, ὅ­πως καί πρίν πε­νήν­τα ἔ­τη, αὐ­τήν τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Κύ­πρου καί Προ­έ­δρου τῆς Κυ­πρι­α­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας Μα­κα­ρί­ου, ἀ­πο­δί­δον­τας τό Δο­ξα­στι­κό τῆς Θυ­σί­ας πού συν­τε­λέ­σθη­κε ἐ­δῶ: «Εἰς τόν χῶ­ρον τοῦ­τον ἐ­χώ­ρε­σε πρό ἑ­κα­τόν ἐ­τῶν ἡ δό­ξα τῆς Ἑλ­λά­δος. Εἰς τήν Μο­νήν τοῦ Ἀρ­κα­δί­ου ἔ­στη­σεν ἡ Κρή­τη τόν βω­μόν τῆς θυ­σί­ας καί τῆς ἤ­γει­ρε τρό­παι­ον ἑλ­λη­νι­κοῦ με­γα­λεί­ου. Καί ἀ­πό τοῦ βω­μοῦ τού­του ἐ­ξε­πή­γα­σε φῶς ἀ­νέ­σπε­ρον, κα­ταυ­γά­ζων τήν ἱ­στο­ρι­κήν πο­ρεί­αν τοῦ Ἔ­θνους.Εἰς τόν βω­μόν τοῦ­τον τῆς θυ­σί­ας, σύμ­βο­λον τῆς ἀν­θρω­πί­νης κα­τα­ξι­ώ­σε­ως, στρέ­φουν σή­με­ρον οἱ Πα­νέλ­λη­νες τόν νοῦν καί τήν καρ­δί­αν, ἀ­πο­τί­ον­τες εὐ­γνω­μό­νως φό­ρον τι­μῆς εἰς τήν μνή­μην τῶν ἡ­ρώ­ων καί μαρ­τύ­ρων τοῦ Ὁ­λο­καυ­τώ­μα­τος τοῦ Ἀρ­κα­δί­ου.

   Εἰς τήν ἱ­ε­ράν αὐ­τήν Μο­νήν ἠ­γω­νί­σθη, ἐ­πό­νε­σεν, ἐ­μαρ­τύ­ρη­σεν, ἐ­δο­κι­μά­σθη ἡ ψυ­χή τῆς Κρή­της, ψυ­χή αἰ­ω­νό­βι­ος καί ἀ­γέ­ρα­στος καί ἀ­κα­τά­βλη­τος.­.. Εἰς τήν λάμ­ψιν τῶν ἐ­κρή­ξε­ων, εἰς τό πῦρ τοῦ Ὁ­λο­καυ­τώ­μα­τος, ἀ­πή­στρα­ψε τό ἰ­δι­κόν της φῶς, τό φῶς τῆς Κρή­της. Καί δέν ἐ­σβέ­σθη ἔ­κτο­τε τό φῶς αὐ­τό ἀ­πό τό στε­ρέ­ω­μα τοῦ­το. Δι­α­πε­ρᾶ αἰ­θέ­ρας, ἁ­πλοῦ­ται εἰς τά κύ­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α πε­ρι­βάλ­λουν καί λι­κνί­ζουν τήν ἡ­ρω­ί­δα νῆ­σον .­.. καί ἀν­τα­να­κλᾶ καί φω­τί­ζει τήν οἰ­κου­μέ­νην».

 

   Ἐ­ξο­χώ­τα­τε κ. Πρό­ε­δρε,

   Χαι­ρό­μα­στε γι­ά τήν πα­ρου­σί­α Σας ἐ­δῶ στό Ἀρ­κά­δι, τό ὁ­ποῖ­ο ὑ­πῆρ­ξε πάν­το­τε τό­πος πε­ρι­φα­νής, τό­πος ἄ­γρυ­πνης προ­σευ­χῆς, ἔμ­πο­νης ἄ­σκη­σης, φι­λό­τι­μης ἐρ­γα­σί­ας καί ἀ­νυ­πό­κρι­της, χω­ρίς δι­α­κρί­σεις, φι­λαν­θρω­πί­ας, πνευ­μα­τι­κό ἐρ­γα­στή­ρι­ο τῶν γραμ­μά­των καί τῶν ἐ­πι­στη­μῶν. Τό­πος ὅ­που θε­ρα­πεύ­ον­ταν οἱ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές τέ­χνες, μέ ἐρ­γα­στή­ρι­ο ἀν­τι­γρα­φῆς χει­ρο­γρά­φων, σχο­λεῖ­ο, κέν­τρο χρυ­σο­κεν­τη­τι­κῆς.

   Ἡ πνευ­μα­τι­κή προ­σφο­ρά τῆς Μο­νῆς Ἀρ­κα­δί­ου ὑ­πῆρ­ξε με­γά­λη καί ἀ­δι­αμ­φι­σβή­τη­τη ἀ­πό ὅ­ποι­α θέ­ση τήν ἔ­τα­ξε ἡ ἱ­στο­ρι­κή πο­ρεί­α της μέ τίς ἐ­ναλ­λα­γές της, «δι­ά δό­ξης καί ἀ­τι­μί­ας, δι­ά δυ­σφη­μί­ας καί εὐ­φη­μί­ας». Γι’ αὐ­τό καί ἀ­να­δεί­χθη­κε Μνη­μεῖ­ο πνευ­μα­τι­κῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, Μνη­μεῖ­ο εἰ­ρή­νης, Μνη­μεῖ­ο δι­και­ο­σύ­νης, Μνη­μεῖ­ο ἐ­ναν­τί­ον κά­θε μορ­φῆς μι­σαλ­λο­δο­ξί­ας καί φα­να­τι­σμοῦ. Τό Ἀρ­κά­δι λοι­πόν δέν εἶ­ναι ἀ­νά­μνη­ση ἱ­στο­ρι­κῶν γε­γο­νό­των, δέν εἶ­ναι ἁ­πλή ἐ­πέ­τει­ος, εἶ­ναι ἀ­γά­πη, εἶ­ναι τρό­πος καί στά­ση ζω­ῆς. Αὐ­τό κα­τα­νο­οῦν ἀλ­λά καί λαμ­βά­νουν ὡς μή­νυ­μα οἱ πο­λυ­ά­ριθ­μοι προ­σκυ­νη­τές του, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­π’ ὅ­λα τά μή­κη καί τά πλά­τη τῆς γῆς προ­σέρ­χον­ται ἐ­δῶ κα­θη­με­ρι­νά. Ἀλ­λά καί ὅ­σοι με­λε­τοῦν τή σχε­τι­κή μέ αὐ­τό γραμ­μα­τεί­α καί τά ἔρ­γα πο­λυ­ά­ριθ­μων καλ­λι­τε­χνῶν, τῶν ὁ­ποί­ων ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­νε­ξάν­τλη­τη πη­γή ἐμ­πνεύ­σε­ως.

   Τίς αἴ­θου­σες τοῦ νέ­ου Μου­σεί­ου τῆς Μο­νῆς, με­τά τήν ἀ­να­στή­λω­σή τους, ἐγ­και­νί­α­σε ὁ Οἰ­κου­με­νι­κός μας Πα­τρι­άρ­χης κα­τά τήν ἀ­λη­σμό­νη­τη Ἐ­πί­σκε­ψή Του τό ἔ­τος 2012. Καί τό Μου­σεῖ­ο αὐ­τό συμ­βάλ­λει πλέ­ον στό νά λαμ­βά­νει κά­θε προ­σκυ­νη­τής τοῦ Ἀρ­κα­δί­ου πεῖ­ρα τῆς μα­κραί­ω­νης ἱ­στο­ρι­κῆς του δι­α­δρο­μῆς. Σή­με­ρα, με­τά τήν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῶν ἐρ­γα­σι­ῶν καί τήν ἐ­πα­νέκ­θε­ση τῶν Ἱ­ε­ρῶν Κει­μη­λί­ων, ἰ­δι­αι­τέ­ρως δέ τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Λα­βά­ρου τό ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­με­λῶς συν­τη­ρή­θη­κε, καί τό ὁ­ποῖ­ο ἄν ἦ­ταν δυ­να­τόν νά τό σχί­ζα­με λί­γο εἶ­μα­στε βέ­βαι­οι ὅ­τι θά ἔ­τρε­χε αἷ­μα, ἐ­πι­θυ­μῶ νά Σᾶς πα­ρα­κα­λέ­σω νά ἐγ­και­νι­ά­σε­τε τή μου­σει­α­κή μας αὐ­τή συλ­λο­γή, ἀ­μέ­σως με­τά τήν Ἐ­πι­μνη­μό­συ­νη Δέ­η­ση στό Ὀ­στε­ο­φυ­λά­κι­ο τῶν Ἀ­γω­νι­στῶν.

 

   Ἐ­ξο­χώ­τα­τε κ. Πρό­ε­δρε,

   Εἰς ἀ­νά­μνη­σιν τῆς ὑ­ψη­λῆς πα­ρου­σί­ας Σας στό με­γα­λώ­νυ­μο Ἀρ­κά­δι μας αὐ­τήν τήν ἱ­στο­ρι­κή ἡ­μέ­ρα, πα­ρα­κα­λῶ πο­λύ τήν Ἐ­ξο­χό­τη­τά σας νά δε­χθεῖ ἀ­πό τά χέ­ρι­α τοῦ τα­πει­νοῦ Ἐ­πι­σκό­που τῆς Το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τόν Σταυ­ρό τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ἀρ­κα­δί­ου, σύμ­βο­λο τοῦ μαρ­τυ­ρι­κοῦ καί συ­νά­μα σταυ­ρο­α­να­στά­σι­μου φρο­νή­μα­τος τῶν ἀ­γω­νι­στῶν ὑ­πε­ρα­σπι­στῶν της καί προ­α­σπι­στῶν τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Ἐ­πί­σης, πα­ρα­κα­λῶ πο­λύ νά δε­χθεῖ­τε ὡς τε­κμή­ρι­ο τῆς ἀ­γά­πης καί τῆς τι­μῆς μας στό πρό­σω­πό Σας τό Ἱ­ε­ρό αὐ­τό Τρί­πτυ­χο, στό ὁ­ποῖ­ο ἱ­στο­ροῦν­ται στό κέν­τρο ἡ Με­τα­μόρ­φω­σις τοῦ Χρι­στοῦ καί ἡ Πρό­σο­ψις τοῦ Κα­θο­λι­κοῦ τῆς Μο­νῆς, τοῦ 1587, καί ἑ­κα­τέ­ρω­θεν οἱ Προ­στά­τες καί Ἔ­φο­ροί της Ἅ­γι­οι Κων­σταν­τῖ­νος καί Ἑ­λέ­νη καί ὁ δι­κός Σας Προ­στά­της, τοῦ ὁ­ποί­ου τό ὄ­νο­μα φέ­ρε­τε, Ἅ­γι­ος Με­γα­λο­μάρ­τυς Προ­κό­πι­ος.

   Σᾶς πα­ρα­κα­λῶ δέ, νά θέ­σε­τε τήν ὑ­πο­γρα­φή Σας στό ἀ­να­μνη­στι­κό Ἐ­πί­γραμ­μα τό ὁ­ποῖ­ο συ­νέ­θε­σε, ὅ­πως καί τά ἄλ­λα τῶν ἀ­να­μνη­στι­κῶν πλα­κῶν πού θά ἀ­πο­κα­λύ­ψε­τε, ὁ Ἐλ­λο­γιμ. Ὁ­μό­τι­μος Κα­θη­γη­τής τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κρή­της κ. Νι­κό­λα­ος Πα­πα­δο­γι­αν­νά­κης, στήν πρώ­τη σε­λί­δα Ἱ­ε­ροῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, τό ὁ­ποῖ­ο πλέ­ον ἀ­πο­τε­λεῖ κει­μή­λι­ο τῆς Μο­νῆς. Ἡ ὑ­πο­γρα­φή Σας, κα­θώς καί οἱ ὑ­πο­γρα­φές τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του Προ­έ­δρου καί τῶν Με­λῶν τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­παρ­χι­α­κῆς Συ­νό­δου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Κρή­της, θά μνη­μει­ώ­σουν ἐ­σα­εί τήν ἀ­πό­δο­ση τι­μῆς καί εὐ­γνω­μο­σύ­νης στούς Ἥ­ρω­ες τῆς Ἀρ­κα­δι­κῆς Ἐ­θε­λο­θυ­σί­ας κα­τά τήν ἑ­κα­το­στή πεν­τη­ο­στή Ἐ­πέ­τει­ο τοῦ Ὁ­λο­καυ­τώ­μα­τός τους.

   Σᾶς ζη­τῶ, τέ­λος, νά εὔ­χε­σθε μέ ὅ­λη τή δύ­να­μη τῆς ψυ­χῆς Σας, πού ἀ­γα­πᾶ τήν Ἑλ­λά­δα, γι­ά νά συ­νε­χί­ζει τό Ἀρ­κά­δι νά παι­δα­γω­γεῖ μέ τό δι­κό του ἀ­πα­ρά­μιλ­λο τρό­πο ὅ­λους πού δρα­σκε­λί­ζουν μέ τα­πεί­νω­ση τό κα­τώ­φλι τῆς θύ­ρας τῆς ἁ­γί­ας αὐ­λῆς του καί γί­νον­ται προ­σκυ­νη­τές ὅ­σων ἀ­ξι­ῶν ἀ­πο­θη­σαυ­ρί­ζον­ται στό με­τε­ρί­ζι αὐ­τό τῆς Πί­στε­ως καί τῆς Ἐ­λευ­θε­ρί­ας, γι­ά τήν ὁ­ποί­α μέ ἕ­να δί­στι­χο, μέ ἀ­φορ­μή τό Ἀρ­κά­δι, ὁ σο­φός λα­ός μας ἔ­ψα­λε τήν αἰ­ώ­νι­α ὡ­δή τῆς Ρω­μη­ο­σύ­νης:

«ἀλ­λοί­μο­νό σας τύ­ραν­νοι ἄ­δι­κα τυ­ραν­νᾶ­σθε,

ἡ λευ­θε­ρι­ά Θε­οῦ πνο­ή δέν πι­ά­νε­ται, πλα­νᾶ­σθε».

   Σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ καί πά­λι γι­ά τήν τι­μή πού ἀ­πο­δί­δε­τε στήν ὑ­πέρ­τα­τη θυ­σί­α τῶν Ἀ­γω­νι­στῶν τῆς Μο­νῆς τοῦ Ἀρ­κα­δί­ου καί Σᾶς κα­λῶ ἀ­μέ­σως τώ­ρα, λαμ­βά­νον­τας νο­ε­ρά ἕ­να κλα­δί δάφ­νης ἀ­πό τό χέ­ρι κα­θε­νός ἀ­πό ἐ­μᾶς, καί πλέ­κον­τας στε­φά­νι ἄ­φθαρ­της δόξης, νά στεφανώσετε τίς ἱερές κεφαλές τῶν Ἡρώων τῆς Ἀρκαδικῆς Ἐθελοθυσίας.

 
© 2010 Ιερά Μητρόπολις Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, Ρέθυμνο, Κρήτη - Τηλεφωνικό Κέντρο 28310 22415 - Fax 28310 28557
 

website powered by HOTSoft.gr - κατασκευή ιστοσελίδας