Αἰσθανόμαστε ἰδιαίτερα σήμερα, στήν ἀπό μέρους ὅλων μας καρδιακή ἐκδήλωση τιμῆς καί μνήμης στούς ἀθάνατους Ἥρωες τοῦ Ὁλοκαυτώματος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρκαδίου, στόν Ἡγούμενο Γαβριήλ καί στήν μαρτυρική εὑρύτερη συνοδεία του, πώς συγκλονίζεται συθέμελα γιά μία ἀκόμη φορά στήν διαχρονική παρουσία του ὁ πανίερος αὐτός τόπος, γιά νά ἐξακτινώσει τό μήνυμα τῆς Ἐλευθερίας καί τῆς αὐτοδιάθεσης ἀνθρώπων καί λαῶν πού δημιουργήθηκαν ἀπό τόν Πλάστη καί Πατέρα Θεό «ἐξ ἑνὸς αἵματος ... κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς», ὁ Ὁποῖος καί ὥρισε «καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν», ὅπως ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν καί τῆς νήσου μας, ὁ μέγας Παῦλος, ἐτόνιζε στούς Ἀθηναίους «ἐν μέσῳ τοῦ ᾿Αρείου πάγου».
Καί δέν βρίσκομε καλύτερο λόγο, εἰσοδικό στήν προσευχητική εὐγνώμονα ἀναφορά μας σέ ἐκείνους πού θυσιάσθηκαν γιά νά ζοῦμε ἐμεῖς ἐλεύθεροι, ἀπό τόν περίφημο ἐκεῖνο λόγο τοῦ μεγάλου τέκνου τῆς εὔγονης γῆς τοῦ Ρεθύμνου, τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ Παντελῆ Πρεβελάκη, ὁ ὁποῖος ἔλεγε πρίν πενήντα ἀκριβῶς χρόνια, στόν ἑορτασμό τῆς Ἑκατονταετηρίδος, τά ἑξῆς παραινετικά. Πώς καλούμαστε αὐτήν τήν μεγάλη ἡμέρα νά «ἀνακαλέσουμε στή μνήμη μας ἐκείνους πού ἀγωνίστηκαν γιά τήν ἐθνική μας ἀνεξαρτησία καί μᾶς ἐδίδαξαν τόν ὕψιστο ἀπό τούς σκοπούς τῆς ζωῆς. Θά τούς ἀναπολήσουμε μ᾿ εὐγνωμοσύνη κι εὐλάβεια, καί συνάμα μέ πόνο ψυχῆς, ἐπειδή ἐκεῖνοι μαρτύρησαν καί θυσιάστηκαν χωρίς ν᾿ ἀξιωθοῦν τό ἱλαρό φῶς τῆς λευτεριᾶς. Τό μόνο ἔπαθλο τῶν ἀγώνων τους ὑπῆρξε ἡ Τιμή καί τούτη ἡ ταπεινή ἀνταπόδοση πού τούς προσφέρουν τά τέκνα τους, ὅταν τούς ἀνασταίνουν μέσα στήν καρδιά τους. Ἡ ψυχή τους πρέπει ν᾿ ἀγάλλεται ἀπό τό μνημόσυνο πού τούς κάνουμε!».
Αὐτό λοιπόν αἰσθανόμαστε σήμερα, τήν ἀγαλλίαση τῆς ψυχῆς τους ἀπό αὐτό τό Μνημόσυνο, πού φανερώνει ὄχι τό θάνατό τους ὡς ἔσχατη ἀποτυχία, ἀλλά τήν ἀνάστασή τους πού συντελεῖται διαρκῶς ἐντός μας μέ τήν τιμή καί προπάντων μέ τή μίμησή τους στό ἀγωνιστικό φρόνημα γιά τά Ἱερά καί τά Ὅσια τοῦ Γένους. Ἔχει γραφεῖ ἄλλωστε τόσο χαρακτηριστικά πώς:
«αὐτοί πού θριαμβεύσανε κατά τῆς τυραννίας,
εἶχαν στά βάθη τῆς καρδιᾶς τό πνεῦμα τῆς θυσίας,
πού τό ἐκήρυξ᾿ ὁ Χριστός ἐπάνω στό Σταυρό Του,
γιά ν᾿ ἀνεβοῦμε καί ἐμεῖς στό ὕψος τό δικό Του».
Αὐτό αἰσθανόμαστε καί κάθε φορά πού ἀντικρύζομε, καθώς εἰσερχόμαστε σ᾿ αὐτό τό Ναό, τήν εἰκόνα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ μας, ἐπίστεψη σέ ἀλλοτινούς καιρούς τοῦ Τέμπλου, πού διασώθηκε ὅμως μέσα σέ ἐκείνη τή λαίλαπα καί τήν συμφορά τοῦ Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1866. Καί ἡ σκέψη μας ἱεραποδημεῖ στό μελώδημα ἑνός ἀνωνύμου ποιητῆ, ἤ καλύτερα ἑνός ὁλοκλήρου ἐπωνύμου λαοῦ, πού ἀναφέρει πώς:
«Ἡ λευθεριά σταυρώθηκε κ’ ἐθάφτηκε στό χῶμα.
Μά σάν τῆς κράξῃ ἀνάστασι ἑνός λαοῦ τό στόμα,
πετιέτ’ ἀπό τό μνῆμα της, φῶς καί ζωή ἁπλώνει,
καί τή σκλαβιά μέ κόκκινο λουλούδι στεφανώνει».
Αὐτό αἰσθανόμαστε ἔντονα ἀκόμη ἀνασκαλίζοντας τίς στάκτες καί τά ἀποκαΐδια πού μέσα τους κρύβουν ἄσβεστη τή φλόγα γιά νά συνεχίζει τό Ἀρκάδι, τό μετερίζι αὐτό τῆς πνευματικῆς ἀρχοντιᾶς καί τῆς Ὀρθόδοξης ἐλευθερίας, νά σκορπᾶ φῶς πού φωτίζει τά σκοτάδια τοῦ κόσμου καί νά καλεῖ σέ ἕνα κάλεσμα ἐγρηγόρσεως ἐν ὄψει τῶν ἀπηνῶν διωγμῶν πού διαπράττονται μπροστά στά μάτια μας, τοῦ ἐκπατρισμοῦ καί τῶν φονικῶν ἐγκλημάτων ἐνάντια σέ ἀθώους συνανθρώπους μας, καί ἰδιαίτερα σέ παιδιά. Καί ὅλα αὐτά μέ πρόφαση τήν «δόξα τοῦ Θεοῦ», ὅπως ἄλλωστε ἐπιμαρτυρεῖ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ: «ἀλλ' ἔρχεται ὥρα, ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ», δηλαδή «θά ἔλθει ὁ καιρός πού ὅποιος σᾶς θανατώσει θά νομίζει ὅτι ἔτσι ὑπηρετεῖ τόν Θεό» (Ἰωάν. 16, 2).
Ἡ θεώρηση αὐτή προέρχεται ἀπό τή συνειδητοποίηση ὅτι ἡ Ἀρκαδική Ἐθελοθυσία ὑπερβαίνει τά στενά καί πεπερασμένα ὅρια τῆς στιγμῆς καί ἐκτείνεται σέ ἀπέραντους ὁρίζοντες. Ἀφοῦ οἱ Ἥρωες πού τελειώθηκαν καί ὁλοκαυτώθηκαν ἐδῶ, ἦταν ἄνθρωποι πού πολέμησαν γιατί ἐπιθυμοῦσαν νά ζήσουν εἰρηνικά, ἐλεύθεροι, μέ κοινωνική δικαιοσύνη καί ἀξιοπρέπεια. Καί ἔγιναν ἕνα οἱ πολλοί καί ταύτισαν τά θελήματά τους σέ μιά ἀδιάσπαστη σύμπνοια καί συνεργία, φανερώνοντας τόν πατριωτισμό, τήν αὐταπάρνηση καί τό αἴσθημα τῆς ἱστορικῆς εὐθύνης, ὄχι μόνο τότε ἀλλά καί ἀπό τότε καί στό ἑξῆς, καί ὑπενθυμίζοντας πώς παρά τά αἱμάσσοντα τραύματα καί τήν ὑλική ἐξουθένωσή μας ἔχομε τήν ἱκανότητα νά ἀνακάμπτομε, ὅταν ἔχομε ἐπιμονή, ἀποφασιστικότητα καί προπάντων ἑνότητα.
Αἰσθανόμαστε καί προσωπικά αὐτό τό ἱερό δέος ἀλλά καί τήν μεγάλη εὐθύνη τῆς συνέχειας, ἀκολουθώντας τό παράδειγμα μακαριστῶν ἁγίων Ἀρχιερέων, χρυσῶν κρίκων τῆς ἁλύσου τῆς Ἀποστολικῆς μας Διαδοχῆς, οἱ ὁποῖοι μέ αὐταπάρνηση διακόνησαν τήν τοπική Ἐκκλησία, ὅπως ὁ Διονύσιος Καστρινογιαννάκης, ὁ μετέπειτα Μητροπολίτης Κρήτης Τιμόθεος Βενέρης, ἀλλά καί ὁ ἐκ τῶν ἀδελφῶν τῆς Μονῆς Ἐπίσκοπος Πέτρας Διονύσιος Μαραγκουδάκης.
Ἀκοῦμε τή φωνή τοῦ πρώτου, τοῦ Διονυσίου, αὐτήν τήν ὥρα, σάν νά βρισκόμαστε ἀπό μία γωνία στή Σοχώρα τῆς πόλης τοῦ Ρεθύμνου, νά λέει προσφωνώντας τό Ἱερό Λάβαρο, ὅπως τότε τό 1910: «Σέ χαιρετίζω, ἱερά Σημαία τοῦ Ἀρκαδίου! ... Ἐν ἐποχῇ, κατά τήν ὁποίαν τοσοῦτον ἔχουσι περισταλῆ τά ἐθνικά ἰδεώδη καί τό Ἔθνος ἡμῶν ἔχει καί πάλιν πολλάς δοκιμάσει πικρίας, καί ἔχει ἀπομονωθῆ, περιφρονούμενον καί ἐξουθενούμενον. Ἡ ἐμφάνισις ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν, Κόρη τοσούτων βασάνων καί θλίψεων, τοσούτων στεναγμῶν καί πόθων, πόθων μεγάλων, πόθων ἐθνικῶν, προσδίδει εἰς τάς ψυχάς ἡμῶν ζωήν, εἰς τάς καρδίας ἡμῶν συναισθήματα ἅγια, εἰς τάς ἐλπίδας ἡμῶν τάς ἐθνικάς ἀναπτέρωσιν, εἰς τήν πίστιν ἡμῶν περί τοῦ μέλλοντος τῆς Πατρίδος ἐνίσχυσιν καί ἑδραίωσιν». Καί ρίγη συγκίνησης διαπερνοῦν τίς ὑπάρξεις μας διαπιστώνοντας πώς ἴσως οἱ παραπάνω λέξεις θά μποροῦσαν νά εἶχαν εἰπωθεῖ καί γιά τό σήμερα τῆς πολύπαθης πατρίδας μας.
Διαβάζομε, ἐπίσης, στό μνημειῶδες ἔργο τοῦ δευτέρου, τοῦ Τιμοθέου, «Τό Ἀρκάδι διά τῶν αἰώνων», καί νιώθομε νά ἐκτυλίσσεται μπροστά μας αὐτήν τήν ὥρα ἡ σκηνή κατά τήν ὁποία, μετά τήν Θεία Λειτουργία, ὁ Ἡγούμενος στήν Ὡραία Πύλη εἶπε μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς: «Ἀδελφοί, ἔχετε πίστιν εἰς τόν Σωτῆρα καί Λυτρωτήν τοῦ κόσμου... Ἄς ἔχομεν τήν εὐφρόσυνον πεποίθησιν ὅτι ἐξελέξατο ἡμᾶς εἰς θυσίαν ἄμωμον πρός δόξαν τοῦ Γένους ἡμῶν καί ἐλευθερίαν τῆς φιλτάτης Πατρίδος μας... Ἄς ἀσπασθῶμεν ἀλλήλους, ἄς ζητήσωμεν συγχώρησιν παρά τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ καί παρ’ ἡμῶν αὐτῶν».
Μελετοῦμε ἀκόμη στόν τρίτο, τόν Διονύσιο, ἐξαίρετο ἱστορικό ἐρευνητή, στό ὑπέροχο σύγγραμά του «Τό Ἱερόν καί Ἡρωικόν τῆς Κρήτης Ἀρκάδι», καί κρατοῦμε ἐγκόλπιο φυλακτό τήν φράση του ἐκείνη πώς ἡ Μονή «ἐπαξίως ἀνυψώθη ἐν τῇ ἐθνικῇ συνειδήσει καί περιελήφθη ἐν τῇ ἐνδόξῳ Ἱστορία τῆς Μεγαλονήσου, ἐν τῇ ὁποίᾳ τό μέγα ὄνομά της μεγαλοπρεπῶς παρελαύνει καί ἐκπλήττει, ἐπειδή κατά τήν ὁμολογίαν ἡμετέρων καί ξένων ἡ ἑκατόμβη αὐτῆς εἶναι ἀνωτέρα ὅλων τῶν κατορθωμάτων τοῦ τριετοῦς ἀγῶνος τοῦ 1866 καί ἡ ἐκ τῆς ὁλοκαυτώσεως πτῶσις αὐτῆς ἰσοδυναμεῖ πρός περίλαμπρον νίκην, ὡς καιριώτατον πλῆγμα κατά τοῦ κατακτητοῦ τῆς Κρήτης, τοῦ ὁποίου αἱ ἀγριότητες καί θηριωδίαι ἦλθον εἰς πλῆρες φῶς ἐκ τῶν ἐκεῖθεν ἐκτοξευθεισῶν φλογῶν».
Καί, τέλος, μαζί μέ αὐτούς ἀκοῦμε σήμερα καί μία ἄλλη φωνή, νά ἀντηχεῖ ξανά κάτω ἀπό τούς θόλους τούτου τού δίκλιτου Καθολικοῦ τοῦ Ἀφέντη Χριστοῦ καί τῶν ἰσαποστόλων Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης, ὅπως καί πρίν πενήντα ἔτη, αὐτήν τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου καί Προέδρου τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας Μακαρίου, ἀποδίδοντας τό Δοξαστικό τῆς Θυσίας πού συντελέσθηκε ἐδῶ: «Εἰς τόν χῶρον τοῦτον ἐχώρεσε πρό ἑκατόν ἐτῶν ἡ δόξα τῆς Ἑλλάδος. Εἰς τήν Μονήν τοῦ Ἀρκαδίου ἔστησεν ἡ Κρήτη τόν βωμόν τῆς θυσίας καί τῆς ἤγειρε τρόπαιον ἑλληνικοῦ μεγαλείου. Καί ἀπό τοῦ βωμοῦ τούτου ἐξεπήγασε φῶς ἀνέσπερον, καταυγάζων τήν ἱστορικήν πορείαν τοῦ Ἔθνους.Εἰς τόν βωμόν τοῦτον τῆς θυσίας, σύμβολον τῆς ἀνθρωπίνης καταξιώσεως, στρέφουν σήμερον οἱ Πανέλληνες τόν νοῦν καί τήν καρδίαν, ἀποτίοντες εὐγνωμόνως φόρον τιμῆς εἰς τήν μνήμην τῶν ἡρώων καί μαρτύρων τοῦ Ὁλοκαυτώματος τοῦ Ἀρκαδίου.
Εἰς τήν ἱεράν αὐτήν Μονήν ἠγωνίσθη, ἐπόνεσεν, ἐμαρτύρησεν, ἐδοκιμάσθη ἡ ψυχή τῆς Κρήτης, ψυχή αἰωνόβιος καί ἀγέραστος καί ἀκατάβλητος... Εἰς τήν λάμψιν τῶν ἐκρήξεων, εἰς τό πῦρ τοῦ Ὁλοκαυτώματος, ἀπήστραψε τό ἰδικόν της φῶς, τό φῶς τῆς Κρήτης. Καί δέν ἐσβέσθη ἔκτοτε τό φῶς αὐτό ἀπό τό στερέωμα τοῦτο. Διαπερᾶ αἰθέρας, ἁπλοῦται εἰς τά κύματα, τά ὁποῖα περιβάλλουν καί λικνίζουν τήν ἡρωίδα νῆσον ... καί ἀντανακλᾶ καί φωτίζει τήν οἰκουμένην».
Ἐξοχώτατε κ. Πρόεδρε,
Χαιρόμαστε γιά τήν παρουσία Σας ἐδῶ στό Ἀρκάδι, τό ὁποῖο ὑπῆρξε πάντοτε τόπος περιφανής, τόπος ἄγρυπνης προσευχῆς, ἔμπονης ἄσκησης, φιλότιμης ἐργασίας καί ἀνυπόκριτης, χωρίς διακρίσεις, φιλανθρωπίας, πνευματικό ἐργαστήριο τῶν γραμμάτων καί τῶν ἐπιστημῶν. Τόπος ὅπου θεραπεύονταν οἱ ἐκκλησιαστικές τέχνες, μέ ἐργαστήριο ἀντιγραφῆς χειρογράφων, σχολεῖο, κέντρο χρυσοκεντητικῆς.
Ἡ πνευματική προσφορά τῆς Μονῆς Ἀρκαδίου ὑπῆρξε μεγάλη καί ἀδιαμφισβήτητη ἀπό ὅποια θέση τήν ἔταξε ἡ ἱστορική πορεία της μέ τίς ἐναλλαγές της, «διά δόξης καί ἀτιμίας, διά δυσφημίας καί εὐφημίας». Γι’ αὐτό καί ἀναδείχθηκε Μνημεῖο πνευματικῆς ἐλευθερίας, Μνημεῖο εἰρήνης, Μνημεῖο δικαιοσύνης, Μνημεῖο ἐναντίον κάθε μορφῆς μισαλλοδοξίας καί φανατισμοῦ. Τό Ἀρκάδι λοιπόν δέν εἶναι ἀνάμνηση ἱστορικῶν γεγονότων, δέν εἶναι ἁπλή ἐπέτειος, εἶναι ἀγάπη, εἶναι τρόπος καί στάση ζωῆς. Αὐτό κατανοοῦν ἀλλά καί λαμβάνουν ὡς μήνυμα οἱ πολυάριθμοι προσκυνητές του, οἱ ὁποῖοι ἀπ’ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς γῆς προσέρχονται ἐδῶ καθημερινά. Ἀλλά καί ὅσοι μελετοῦν τή σχετική μέ αὐτό γραμματεία καί τά ἔργα πολυάριθμων καλλιτεχνῶν, τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ ἀνεξάντλητη πηγή ἐμπνεύσεως.
Τίς αἴθουσες τοῦ νέου Μουσείου τῆς Μονῆς, μετά τήν ἀναστήλωσή τους, ἐγκαινίασε ὁ Οἰκουμενικός μας Πατριάρχης κατά τήν ἀλησμόνητη Ἐπίσκεψή Του τό ἔτος 2012. Καί τό Μουσεῖο αὐτό συμβάλλει πλέον στό νά λαμβάνει κάθε προσκυνητής τοῦ Ἀρκαδίου πεῖρα τῆς μακραίωνης ἱστορικῆς του διαδρομῆς. Σήμερα, μετά τήν ὁλοκλήρωση τῶν ἐργασιῶν καί τήν ἐπανέκθεση τῶν Ἱερῶν Κειμηλίων, ἰδιαιτέρως δέ τοῦ Ἱεροῦ Λαβάρου τό ὁποῖο ἐπιμελῶς συντηρήθηκε, καί τό ὁποῖο ἄν ἦταν δυνατόν νά τό σχίζαμε λίγο εἶμαστε βέβαιοι ὅτι θά ἔτρεχε αἷμα, ἐπιθυμῶ νά Σᾶς παρακαλέσω νά ἐγκαινιάσετε τή μουσειακή μας αὐτή συλλογή, ἀμέσως μετά τήν Ἐπιμνημόσυνη Δέηση στό Ὀστεοφυλάκιο τῶν Ἀγωνιστῶν.
Ἐξοχώτατε κ. Πρόεδρε,
Εἰς ἀνάμνησιν τῆς ὑψηλῆς παρουσίας Σας στό μεγαλώνυμο Ἀρκάδι μας αὐτήν τήν ἱστορική ἡμέρα, παρακαλῶ πολύ τήν Ἐξοχότητά σας νά δεχθεῖ ἀπό τά χέρια τοῦ ταπεινοῦ Ἐπισκόπου τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, τόν Σταυρό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρκαδίου, σύμβολο τοῦ μαρτυρικοῦ καί συνάμα σταυροαναστάσιμου φρονήματος τῶν ἀγωνιστῶν ὑπερασπιστῶν της καί προασπιστῶν τῆς ἐλευθερίας. Ἐπίσης, παρακαλῶ πολύ νά δεχθεῖτε ὡς τεκμήριο τῆς ἀγάπης καί τῆς τιμῆς μας στό πρόσωπό Σας τό Ἱερό αὐτό Τρίπτυχο, στό ὁποῖο ἱστοροῦνται στό κέντρο ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Χριστοῦ καί ἡ Πρόσοψις τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς, τοῦ 1587, καί ἑκατέρωθεν οἱ Προστάτες καί Ἔφοροί της Ἅγιοι Κωνσταντῖνος καί Ἑλένη καί ὁ δικός Σας Προστάτης, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα φέρετε, Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Προκόπιος.
Σᾶς παρακαλῶ δέ, νά θέσετε τήν ὑπογραφή Σας στό ἀναμνηστικό Ἐπίγραμμα τό ὁποῖο συνέθεσε, ὅπως καί τά ἄλλα τῶν ἀναμνηστικῶν πλακῶν πού θά ἀποκαλύψετε, ὁ Ἐλλογιμ. Ὁμότιμος Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Νικόλαος Παπαδογιαννάκης, στήν πρώτη σελίδα Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, τό ὁποῖο πλέον ἀποτελεῖ κειμήλιο τῆς Μονῆς. Ἡ ὑπογραφή Σας, καθώς καί οἱ ὑπογραφές τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου καί τῶν Μελῶν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, θά μνημειώσουν ἐσαεί τήν ἀπόδοση τιμῆς καί εὐγνωμοσύνης στούς Ἥρωες τῆς Ἀρκαδικῆς Ἐθελοθυσίας κατά τήν ἑκατοστή πεντηοστή Ἐπέτειο τοῦ Ὁλοκαυτώματός τους.
Σᾶς ζητῶ, τέλος, νά εὔχεσθε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς Σας, πού ἀγαπᾶ τήν Ἑλλάδα, γιά νά συνεχίζει τό Ἀρκάδι νά παιδαγωγεῖ μέ τό δικό του ἀπαράμιλλο τρόπο ὅλους πού δρασκελίζουν μέ ταπείνωση τό κατώφλι τῆς θύρας τῆς ἁγίας αὐλῆς του καί γίνονται προσκυνητές ὅσων ἀξιῶν ἀποθησαυρίζονται στό μετερίζι αὐτό τῆς Πίστεως καί τῆς Ἐλευθερίας, γιά τήν ὁποία μέ ἕνα δίστιχο, μέ ἀφορμή τό Ἀρκάδι, ὁ σοφός λαός μας ἔψαλε τήν αἰώνια ὡδή τῆς Ρωμηοσύνης:
«ἀλλοίμονό σας τύραννοι ἄδικα τυραννᾶσθε,
ἡ λευθεριά Θεοῦ πνοή δέν πιάνεται, πλανᾶσθε».
Σᾶς εὐχαριστῶ καί πάλι γιά τήν τιμή πού ἀποδίδετε στήν ὑπέρτατη θυσία τῶν Ἀγωνιστῶν τῆς Μονῆς τοῦ Ἀρκαδίου καί Σᾶς καλῶ ἀμέσως τώρα, λαμβάνοντας νοερά ἕνα κλαδί δάφνης ἀπό τό χέρι καθενός ἀπό ἐμᾶς, καί πλέκοντας στεφάνι ἄφθαρτης δόξης, νά στεφανώσετε τίς ἱερές κεφαλές τῶν Ἡρώων τῆς Ἀρκαδικῆς Ἐθελοθυσίας.