Οικουμενικον Πατριαρχείον
Οικουμενικον Πατριαρχείον
Οικουμενικον Πατριαρχείον
 

Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης Ἀρκαδίου



Ἡ κύρια, δυτική, πύλη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρκαδίου.





Ἀεροφωτογραφία τῆς Μονῆς ἀπό δυτικά.





Kιονόκρανα ἀπό τήν πρόσοψη τοῦ Καθολικοῦ.





Τό Καθολικό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρκαδίου. Ἡ πρόσοψή του θεωρεῖται ἡ σημαντικότερη τῶν ναῶν τῆς Κρήτης. Στή σύνθεσή της συνδυάζονται γοτθικά, ἀναγεννησιακά καί μετααναγεννησιακά στοιχεῖα, μέ ἀριστοτεχνικό τρόπο. Ἡ τέλεια κατεργασία τοῦ λίθου καί τῶν λεπτομερειῶν τῶν ἀναγλύφων ὑποδηλώνουν ἄριστους τεχνῖτες.



Τό παλαιό βημόθυρο τῆς Μονῆς.
Kάτω ἀπεικονίζεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.

Ἡ ἐπίσκεψη στή Μονή Ἀρκαδίου μπορεῖ νά πραγματοποιηθεῖ ἀπό τίς ἀνατολικές ἐξόδους τοῦ Ρεθύμνου, ἀπό τόν Πλατανιᾶ ἤ τόν Σταυρωμένο, καί ἀπό τή Βιράν Ἐπισκοπή Μυλοποτάμου. Καί οἱ τρεῖς διαδρομές εἶναι πολύ εὐχάριστες. Ὅποια κι ἄν ἀκολουθήσουμε, ὅταν φθάσουμε, νότια ἤ νοτιοδυτικά, στό 23ο χλμ. ἀπό τό Ρέθυμνο καί σέ ὑψόμετρο 500 μ. ἀπό τή θάλασσα, ἀντικρύζουμε ἕνα μεγάλο ὀροπέδιο πάνω στό ὁποῖο ἔχει χτισθεῖ τό Ἀρκάδι, στά σύνορα περίπου τῶν ἐπαρχιῶν Ρεθύμνου, Ἀμαρίου καί Μυλοποτάμου. Γύρω ἀπό τόν χῶρο αὐτόν εἶχαν ἀναπτυχθεῖ παλαιότερα πολλά μικρότερα μοναστήρια, τά ὁποῖα ἔγιναν μετόχια τῆς μεγάλης Μονῆς κατά τόν 17ο αἰώνα. H Μονή Ἀρκαδίου εἶναι πολύ γνωστή ὡς μνημεῖο τῆς Πίστεως καί τῶν ἐθνικοαπελευθερωτικῶν ἀγώνων τοῦ Κρητικοῦ λαοῦ, ἀλλά καί ὡς παγκόσμιο σύμβολο Ἐλευθερίας καί μαρτυρία ἀντίστασης σέ ὅποιας μορφῆς ἐπιβουλή.

Μόλις τήν ἀντικρύσουμε μᾶς ἐντυπωσιάζει τό μέγεθος καί ἡ ἀρχιτεκτονική της, ὅπως ἀναδεικνύεται μέσα ἀπό τόν περιβάλλοντα χῶρο. Εὔκολα διακρίνουμε τόν φρουριακό χαρακτήρα της. Τό κτηριακό συγκρότημά της ἀποτελεῖ χαρακτηριστικό δεῖγμα μοναστηριακῆς ἀρχιτεκτονικῆς, ὅπως διαμορφώθηκε στήν Κρήτη κατά τά τελευταῖα χρόνια της Βενετοκρατίας. Ἡ παλαιότερη ἱστορία της παραμένει σχεδόν ἄγνωστη. Ἡ ἵδρυσή της τοποθετεῖται στή δεύτερη Βυζαντινή περίοδο (961-1204) ἤ στά πρῶτα χρόνια της Βενετοκρατίας στήν Κρήτη. Ἀπό τίς λίγες, πάντως, καί ἀποσπασματικές πληροφορίες πού διαθέτουμε συνάγεται ὅτι ἡ μονή Ἀρκαδίου ἀποτέλεσε σημαντικό μοναστηριακό κέντρο μέ ἀκμαία πνευματική καί οἰκονομική ζωή καί μεγάλη ἀντινοβολία στόν Ὀρθόδοξο κόσμο.

Στά τέλη τοῦ 16ου αἰώνα πραγματοποιήθηκε μιά ριζική ἐσωτερική μεταρρύθμιση καί ἀναδιοργάνωση καί οἰκοδομήθηκε ὁ σημερινός, μεγαλύτερος καί λαμπρότερος, ναός μέ τήν πολυποίκιλτη πρόσοψη σέ στύλ μπαρόκ, ἀφιερωμένος στή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος καί στούς Ἁγίους Κωνσταντῖνο καί Ἑλένη. Αὐτά τά σπουδαῖα ἀνακαινιστικά ἔργα συνδέονται μέ δύο ἐπιφανεῖς οἰκογένειες τοῦ Ρεθύμνου, μέ τήν οἰκογένεια Χορτάτση καί τήν οἰκογένεια Καλλέργη, καί ἔγιναν γιά νά καλύψουν τίς τότε αὐξημένες ἀνάγκες τῆς Μονῆς. Τήν ἴδια περίοδο καί μέχρι τό τέλος τῆς Βενετοκρατίας, ἡ Μονή ἀποτέλεσε κέντρο γραμμάτων καί τεχνῶν. Λειτουργοῦσε ἐργαστήριο ἀντιγραφῆς χειρογράφων, σχολεῖο, κέντρο χρυσοκεντητικῆς καί ὑπῆρχε πλούσια βιβλιοθήκη μέ ἔργα ἀρχαίων συγγραφέων.

Κατά τήν Τουρκοκρατία ἡ πνευματική ἄνθηση τῆς Μονῆς διακόπηκε. Ὁ τουρκικός στρατός τήν κατέλαβε καί τή λεηλάτησε. Ἀνέλαβε, ὅμως, γρήγορα καί οἱ νέοι κατακτητές τῆς ἐπέτρεψαν, προνομιακά, νά χρησιμοποιεῖ καμπάνες! O πρῶτος Μητροπολίτης Κρήτης, μετά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἱεραρχίας στό νησί, ὁ Νεόφυτος Πατελλάρος, ἦταν ἀδελφός της. Ἡ Μονή ἀπέκτησε πολλή περιουσία καί ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰώνα ἀναγνωριζόταν ὡς ἡ σημαντικότερη τῆς Κρήτης. Τήν ἐπισκέφθηκαν πολλοί περιηγητές, ἀλλά δέν εἶδαν, ὅπως διηγοῦνται, νά εἶχαν σωθεῖ πολλοί ἀπό τούς σημαντικούς θησαυρούς της.

Ἀπό ὅποια θέση τήν ἔταξε ἡ ἱστορική πορεία της, ἡ συμμετοχή της σέ ὅλους τούς ἀπελευθερωτικούς ἀγῶνες τοῦ τόπου ἦταν ἀνάλογη μέ τήν πνευματική προσφορά της. Ἀπό τήν τρίτη δεκαετία τοῦ 19ου αἰῶνα ἄρχισε νά ἐξελίσσεται σέ ἀξιόλογη θρησκευτική καί ἐθνική ἑστία, ὅπου καί διαδραματίσθηκε τό δραματικότερο ἐπεισόδιο τῆς μεγάλης Κρητικῆς Ἐπανάστασης (1866-1869), τό Ὁλοκαύτωμα τοῦ Ἀρκαδίου, τή νύκτα τῆς 8ης πρός τήν 9η Νοεμβρίου 1866, ἕνα ἀπό ἐκεῖνα τά σπάνια γεγονότα, τά ὁποῖα λαμπρύνουν τήν ἱστορία τοῦ Ἔθνους καί παραμένουν ἀνεξίτηλα ὁρόσημα στή μνήμη ὅλων μας.

Ἡ Μονή ἀνέλαβε καί μετά τό Ὁλοκαύτωμά της καί συνέχισε τήν πολλαπλή προσφορά της μέχρι τήν περίοδο τῆς Κατοχῆς καί τῆς Ἐθνικῆς ἀντίστασης καί ἕως τίς μέρες μας. Ἡ πρόσφατη ἀνακήρυξή της σέ εὐρωπαϊκό μνημεῖο Ἐλευθερίας καί Πολιτισμοῦ, καθώς καί ἡ ἔναρξη συστηματικῶν ἐργασιῶν γιά τήν ἀναστήλωσή της, τή διαφύλαξη τῶν κειμηλίων καί τή λειτουργία της ὡς τόπου προσευχῆς καί λατρείας, ἀποτελεῖ τήν καλύτερη δικαίωση στή μακρόχρονη ἱστορική πορεία καί τή συνεχῆ παρουσία της.

Στό πολύ ἐνδιαφέρον Ἐκκλησιαστικό Μουσεῖο της, τό ὁποῖο ἐγκαινίασε τήν 3η Σεπτεμβρίου 2012 ἡ Αὐτοῦ Θειοτάτη Παναγιότης, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ Α΄, μποροῦμε νά δοῦμε πολλά ἀπό τά διασωθέντα κειμήλιά της, τό ἱερό λάβαρο, εἰκόνες μεταβυζαντινῆς κυρίως περιόδου, ὅπλα τῆς περιόδου τῆς ἐπανάστασης, διάφορα ἀντικείμενα λατρείας, χρυσοκέντητα ἄμφια μεγάλης καλλιτεχνικῆς καί ἱστορικῆς ἀξίας, χειρόγραφους κώδικες, σφραγῖδες κ.α.

 



 Παλαιό Εὐαγγέλιο τῆς Μονῆς (1588).


Ο Άγιος Iωάννης ο Πρόδρομος (16ος αι.)


Ἔνθρονος Xριστός (1631).





Ἀποκαθήλωση ἀπό τό παλαιό τέμπλο.

 

 

 



Ἐπιτραχήλιο (17ος αι.).

Ἐπιμανίκια κοσμημένα μέ τίς παραστάσεις
τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου (17ος αἰ.).

Ἀνῆκαν στόν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Μανασσῆ Γαβρᾶ.
  
  
 
© 2010 Ιερά Μητρόπολις Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, Ρέθυμνο, Κρήτη - Τηλεφωνικό Κέντρο 28310 22415 - Fax 28310 28557
 

website powered by HOTSoft.gr - κατασκευή ιστοσελίδας